Διαβαίνοντας την ψηλή ξύλινη πόρτα και περνώντας το κατώφλι του σταθμού, ο επισκέπτης αισθάνεται πραγματικά ότι γυρίζει προς τα πίσω με ταχύτητα αστραπιαία το βιβλίο της σιδηροδρομικής ιστορίας της Ελλάδας.
Πίσω στο 1884 όταν χτίστηκε ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της Αθήνας, ο σταθμός Πελοποννήσου, ο οποίος λειτούργησε αδιάλειπτα έως το 2005, όταν καταργήθηκε το παλιό σιδηροδρομικό δίκτυο μετρικού εύρους που χρησιμοποιούσε.
Κλειστός εδώ και πάνω από εννέα χρόνια, όταν ο σταθμάρχης κλείδωνε για τελευταία φορά για τους επιβάτες τη μεγάλη ξύλινη πόρτα, ο σταθμός Πελοποννήσου στο εσωτερικό του δεν έχει χάσει τίποτα από την αίγλη και την επιβλητική λάμψη που τον χαρακτήριζε από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του.
Γι' αυτό και οι εργασίες που θα χρειαστούν για την αποκατάστασή του ώστε να στεγάσει από το τέλος της επόμενης χρονιάς το Μουσείο Σιδηροδρόμων εκτιμάται ότι δεν θα είναι πολλές.
Περνώντας στην αποβάθρα και μπαίνοντας στο κεντρικό κτίριο του σταθμού, ο επισκέπτης μένει αποσβολωμένος από τη βαθυκόκκινη οροφή με τα γύψινα κομψοτεχνήματα αλλά και τους κρυστάλλινους πολυέλαιους που παραμένουν αναλλοίωτοι στη θέση τους σε πείσμα των χρόνων που έχουν περάσει. Το ίδιο και τα ξύλινα καμπυλωτά παγκάκια, τα κιόσκια των πληροφοριών και των σταθμαρχών, οι πινακίδες στην αποβάθρα με τη γραμματοσειρά μιας άλλης εποχής, αλλά και το παλιό ρολόι στην είσοδο που εξακολουθεί να μετρά τον χρόνο.
Αποφασισμένη να αναβιώσει την αίγλη του σταθμού και να τον αναδείξει ως σημαντικό αρχιτεκτονικό μνημείο της πόλης, είναι η διοίκηση της ΓΑΙΑΟΣΕ, η οποία θα τον μετατρέψει σε Σιδηροδρομικό Μουσείο μεταστεγάζοντας σ΄ αυτόν όλα τα εκθέματα και τις στολές από το κτίριο της οδού Λιοσίων, αλλά και τα παλιά τρένα της συλλογής που είχε χρησιμοποιήσει ο ΟΣΕ σε παλαιότερες εποχές. Ο ιστορικός σταθμός Πελοποννήσου μετά την ανακαίνισή του θα μετεξελιχθεί σε πολυχώρο πολιτισμού και αναψυχής.
Ο σχετικός ανοιχτός διαγωνισμός αναμένεται να βγει στον αέρα έως το τέλος Μαΐου με στόχο το μουσείο να παραδοθεί προς χρήση στο κοινό στα τέλη του 2015.
Το εμβαδόν του προς ανακαίνιση διατηρητέου κτιρίου είναι περίπου 1.000 τ.μ., ενώ παράλληλα θα κατασκευαστεί:
- στεγασμένος χώρος εμβαδού περίπου 1.300 τ.μ. για τη φιλοξενία σιδηροδρομικών μουσειακών εκθεμάτων και υποστηρικτικών χρήσεων.
- στεγασμένος χώρος εμβαδού περίπου 300 τ.μ. για τη δημιουργία υποστηρικτικών χώρων. Επιπρόσθετα θα διαμορφωθεί περιβάλλων χώρος πρασίνου εμβαδού περίπου 4 στρεμμάτων.
Οι χρήσεις που θα αναπτυχθούν με την υλοποίηση του έργου περιλαμβάνουν:
- Πολιτιστικό χώρο για τη διενέργεια συνεδρίων, παρουσιάσεων, διαλέξεων, παραστάσεων.
- Μουσειακό χώρο σχετιζόμενο με τον σιδηρόδρομο.
- Χώρους αναψυχής και εστίασης.
Αρχιτεκτονικό μνημείο με την υπογραφή Τσίλλερ
Εργο του Ερνέστου Τσίλλερ στη σημερινή του μορφή, ο σταθμός Πελοποννήσου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία που έχει αφήσει αναλλοίωτα ο χρόνος. Ο σταθμός, ο οποίος τα τελευταία χρόνια παρέμενε κλειστός, έχει κριθεί διατηρητέος από το 1985.
Το κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού Πελοποννήσου ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1884 και ολοκληρώθηκε πέντε χρόνια αργότερα, το 1889. Σχεδιάστηκε από μια ομάδα Γάλλων μηχανικών, που είχε επιλέξει ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Alfred Rondel και υπεύθυνος αρχιμηχανικός ο Abel Gotteland. Αρχικά, ο σταθμός δεν διέθετε τους τρεις τρούλους, οι οποίοι προστέθηκαν αργότερα από τον Τσίλερ το 1912-13.
Τότε ήταν που ο σταθμός έλαβε και τη σημερινή του μορφή. Η κτιριακή διαμόρφωση του σταθμού έχει αναφορά στον νεοκλασικισμό, ενώ τα μεταλλικά του στοιχεία (όπως οι τρεις μεγάλες μαρκίζες) οι τρούλοι και το συγκρότημα της κεντρικής εισόδου, παραπέμπουν στην Art Nouveau. Ο σταθμός Πελοποννήσου αποτελεί μικρογραφία του σταθμού των «Chemins de fer Orientaux» στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς όμως τον έντονα ανατολίτικο χαρακτήρα του.
Το βασικό κτίριο είναι διώροφο, με το πρώτο επίπεδο να φιλοξενεί τα εκδοτήρια, τους χώρους αναμονής και φύλαξης αποσκευών, που επεκτείνονται στις μεταγενέστερες απολύτως συμμετρικές προσθήκες. Στο δεύτερο βρίσκονται τα γραφεία του σταθμάρχη και του προσωπικού.
Αναμφίβολα ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του σταθμού είναι η στέγη του με τους τρεις θόλους που κατασκευάστηκαν από μεταλλικά φύλλα και ξύλινη βάση, η βαριά ξύλινη κεντρική πόρτα αλλά και τα λιτά σιδερένια πόμολα, το μοναδικό στολίδι των οποίων είναι τα φτερά, που παραπέμπουν στα σύμβολα του Ερμή, του θεού - προστάτη των μεταφορών.
Στο εσωτερικό του σταθμού το φυσικό φως δίνει μια κεχριμπαρένια λάμψη, που οφείλεται κυρίως στα χρωματιστά τζάμια του που εναρμονίζονται απόλυτα με το ξύλινο χώρισμα. Το ύφος αυτό κυριαρχεί στα εκδοτήρια, όπου τα μασίφ κιγκλιδώματα λειτουργούσαν ως διαχωριστικό για τους επιβάτες που περίμεναν στην ουρά. Λιτά φωτιστικά εποχής συμπληρώνουν το επιβλητικό σκηνικό.
Εντυπωσιακές είναι οι αίθουσες αναμονής, στις οποίες δεσπόζουν τα μεγάλα μαρμάρινα τζάκια. Τα μωσαϊκά, παρά τις φθορές, με τα γεωμετρικά τους σχέδια παραπέμπουν σε εικόνες από αρχοντικά Μεσοπολέμου. Το ταβάνι διατηρεί την απαράμιλλη φινέτσα του, χάρη στους κρυστάλλινους πολυελαίους. Είναι το μοναδικό συμπλήρωμα στο μπορντό - κόκκινο χρώμα, που διακόπτεται μόνο από την περίτεχνη ζωγραφιστή μπορντούρα.
Το κτίριο παραμένει ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό, ενώ ακόμα και στους διαδρόμους του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού η αρχιτεκτονική και η διακόσμηση παραμένουν αναλλοίωτες στον χρόνο
Ρεπορτάζ: Μαρία Λιλιοπούλου
Φωτογραφίες: Χάρης Γκίκας
Φωτογραφίες: Χάρης Γκίκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου