by
(αναρτήθηκε από pisostapalia.blogspot.gr / απέραντο γαλάζιο)
Ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του. Με γυρίσματα από την οδό Ζήνωνος όπου μεγάλωσε μέχρι την Αγία Σοφία στον Πειραιά, την Κυψέλη όπου πέρασε τα νεανικά του χρόνια, μέχρι την Αμερική. Μέσα από τις αφηγήσεις του, ξεδιπλώνεται η προσωπική του ιστορία και η καριέρα του.
Τριαπέντε χρόνια από την πρώτη της μέρα, η εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη, απασχολεί μέχρι και σήμερα από τους μουσικόφιλους μέχρι τα blogs: όπως το μουσικό blog του άλλοτε παραγωγού στον Ροκ FM Μανώλη Βαρδή, cassettes.wordpress.com, το 2005songs.blogspot.com ή το blog του συγγραφέα Άρη Δημοκίδη enteka.blogspot.com που με τον τρόπο του το καθένα, δηλώνουν fan του.
Η διάκριση τού να γυριστεί ένα ντοκιμαντέρ για εκείνον «ήρθε από την Νικόλ Αλεξανδροπούλου, μια ΕλληνοΙταλίδα φωτογράφο και σκηνοθέτη», λέει ο Γιάννης Πετρίδης. «Δεν με γνώριζε πριν, αλλά διάβασε όπως μου είπε στο blog του Enteka (enteka.blogspot.com) «11 λόγους για τους οποίους ακούει Γιάννη Πετρίδη» και αυτό την έκανε να ενδιαφερθεί να μάθει ποιος είμαι. Με πήρε τηλέφωνο πριν από ένα ενάμισι χρόνο. Συναντηθήκαμε και μου πρότεινε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για μένα, στο οποίο, παράλληλα με την προσωπική μου ιστορία και καριέρα, θα ξεδιπλώνεται και η μουσική ιστορία της Ελλάδας, όχι μόνο από το ’75 που ξεκίνησα εγώ τις εκπομπές αλλά και πιο πριν. Έτσι έγιναν τα γυρίσματα στις τοποθεσίες που μεγάλωσα – το ζήτημα με μένα είναι ότι δεν υπάρχει υλικό οπτικό, δεν έχω κάνει παρά ελάχιστα τηλεόραση, έχω αποφύγει τις τηλεοπτικές εκπομπές με εξαίρεση κάποιες παλιές εκπομπές μου στην ΕΡΤ, από τις οποίες έχω μόνο εγώ ελάχιστο υλικό… το άλλο έχει χαθεί καθώς και κάποιες πρόσφατες όπου βγήκα για να μιλήσω για τα βιβλία μου πια.
(…)
Έχω αποφύγει εντελώς τα καλέσματα σε εκπομπές για να μιλάω επί παντός επιστητού. Μου αρέσει να με αναγνωρίζουν, αλλά από τη φωνή μου και από τις συνεντεύξεις που κάνω. Είμαι άνθρωπος που μεγάλωσα με τις εφημερίδες και το περιοδικά και περνάω πολύ περισσότερες ώρες να ενημερώνομαι από αυτά, παρά από το Ίντερνετ».
- Σήμερα, έχετε τη μακροβιότερη ραδιοφωνική εκπομπή σε όλη την Ευρώπη και ίσως και σε όλο τον κόσμο. Συγκεκριμένη ώρα, σε συγκεκριμένο σταθμό, συνεχώς από το 1975.
«Ναι. Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο μιας χώρας που, όπως όλοι ξέρουμε, κάθε φορά που αλλάζει μια κυβέρνηση αλλάζουν μέχρι και τα πόμολα».
Sweet dreams are made of this
Ο Γιάννης Πετρίδης γεννήθηκε στην οδό Ζήνωνος στα τέλη της δεκαετίας του ’40, σε μια Αθήνα πολύ διαφορετική από αυτή που ξέρεις σήμερα. Σε μια γειτονιά με σπίτια χαμηλά, που κάποια απ’ αυτά υπάρχουν ακόμη και τα κατοικούν μετανάστες, αλλά που τότε στέγασαν τα όνειρά του.
«Ήμουν στην καρδιά της Αθήνας. Ο πατέρας μου ήταν κουρέας και η οικογένειά μας μάλλον φτωχική – αλλά δεν το καταλαβαίναμε. Δεν είχα ποδήλατο, δεν έκανα διακοπές. Μουσική πρωτάκουσα από τις ιταλικής καταγωγής θείες μου, που ήταν καθηγήτριες πιάνου».
Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν οκτώ ετών. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 μετακόμισαν τότε στα Μανιάτικα στον Πειραιά – στο δημόσιο σχολείο Αυγέρη στεγάζονταν δυο και τρεις τάξεις στην ίδια αίθουσα.
«Θυμάμαι τις ατελειωτες ώρες στους δρόμους, παίζοντας».
Πώς ήταν η μεταπολεμική Αθήνα;
«Δεν ήταν καθόλου όμορφα τα πράγματα από κοινωνικοπολιτικής πλευράς. Να μεγαλώνεις σε μια Αθήνα μετά τον πόλεμο, με τα πολιτικά πράγματα εδώ πολύ δύσκολα, τα οποία δεν τα καταλάβαινα τότε γιατί ήμουν παιδί, αλλά μετά τα έζησα στη δεκαετία του ’60, όταν ήρθε η χούντα. Πριν από τη χούντα, η οικογένειά μας ήταν δημοκρατική, πήγαινα στις συγκεντρώσεις του Γέρου της Δημοκρατίας, αργότερα ξέρουμε τι έγινε…
Τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα για έναν νέο τότε, όμως ήταν πιο απλά. Πιο δύσκολα για να μεγαλώσει κάποιος, γιατί δεν είχαμε ανέσεις, αλλά πιο απλά, επειδή δεν ξέραμε τι σημαίνει να ζεις καλά. Και δεν το ψάχναμε. Δεν υπήρχε τηλεόραση για να κάνουμε συγκρίσεις με το πώς ζούσε η υψηλή κοινωνία».
Ελλαδίσκ
Η πρώτη φορά που ο Γιάννης Πετρίδης αισθάνθηκε τι σημαίνει να ζεις καλά, ήταν στη δεκαετία του ’70, όταν ήταν πια στη δισκογραφική εταιρία Pοlygram και έγραφε για μουσική σε περιοδικά.
Η πρώτη του δισκογραφική ήταν η Music Box, μια από τις μικρές εταιρίες αλλά στην οποία τον γοήτευσε τότε η μεγάλη γκάμα ξένου ρεπερτορίου της.
«Ήμουν ένα άτομο κα ο μόνος υπεύθυνος για το ξένο ρεπερτόριο. Άρχισα λοιπόν να βγάζω στην Ελλάδα, πράγματα που δεν είχαν βγει ποτέ. Μετά από ενάμισι χρόνο, άντε δυο, εκτίμησαν ότι υπάρχει κάποιος που κάνει καλή δουλειά σε μια μικρή εταιρία, και με πήραν στην Pοlygram –Ελλαδίσκ, όπως λεγόταν τότε».
Radio days
Και το ραδιόφωνο πώς προέκυψε;
«Το 1967-8 ήμουν στρατιώτης στη Λάρισα, στις διαβιβάσεις. Σε μια εποχή που το ξένο τραγούδι ήταν εντελώς παραμελημένο στην Ελλάδα, πρότεινα στο ραδιοφωνικό σταθμό της Λάρισας, να κάνω εκπομπές. Με τι; Cream, Mamas & Papas… τέτοια. Η μουσική που έπαιξα τότε, έμοιαζε να έρχεται από το πουθενά».
Τη στιγμή που στο εξωτερικό συνέβαινε μια πραγματική μουσική επανάσταση, στη χώρα μας, τους «γιεγιέδες» τους είχαν εντάξει στις ταινίες σαν καρικατούρα μιας εποχής.
«Ναι, υπήρχε ο νόμος 4000 περί τεντυμποϊσμού και τα γιαουρτώματα και ο χλευασμός σε όποιον τολμηρό έβγαινε με κυκλοφορήσει με μακριά μαλλιά στην Αθήνα. Οι χίπις ατύχησαν στη χώρα μας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, να συμπέσουν με τη δικτατορία. Δεν μαθαίναμε τίποτα εδώ… Τις αναστατώσεις τις κοινωνικοπολιτικές στην Αμερική, με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τις εξεγέρσεις, δεν τις μαθαίναμε. Δούλευα στη Music Box και ήμουν συνδρομητής σε μουσικά περιοδικά από τις ΗΠΑ, που έπαψαν να μου έρχονται επειδή τα λογόκρινε το καθεστώς, για λόγους ασύλληπτους, π.χ. επειδή ένα από αυτά είχε εξώφυλλο τον Gary Packett και τους Union Gap ντυμένους στρατιωτικά και γελοιοποιούσε λέει το στρατό. Τα κείμενα τα στέλναμε στο Υπουργείο Τύπου να τα εγκρίνει η επιτροπή λογοκρισίας…
Ωστόσο, τίποτε από τα σπουδαία πράγματα που συνέβαιναν έξω, ακόμη και οι Beatles, δεν έφτασαν στην Ελλάδα στην ώρα τους. Και θυμίζω βέβαια και τα γεγονότα της συναυλίας των Rolling Stones στην Ελλάδα, που διακόπηκε. Ήταν 4 μέρες πριν το πραξικόπημα… Αυτά αποτέλεσαν προάγγελο του τι έμελλε να συμβεί».
Άκουγε ξένους σταθμούς. Στο ραδιόφωνο τότε, δεν υπήρχαν εκπομπές με ξένο τραγούδι, παρά μόνο οι πληρωμένες εκπομπές των εταιριών δίσκων «η Music Box παρουσιάζει», «η Κολούμπια παρουσιάζει», «η Sony παρουσιάζει» κ.λπ., ένας θεσμός που επιβίωσε για αρκετά χρόνια και μετά τη δικτατορία και έπαιζε μόνο τραγούδια της συγκεκριμένης εταιρίας. Στα τέλη δεκαετίας του ’60, ο Γιάννης Πετρίδης ξεκίνησε τις διαφημιστικές εκπομπές της Music Box στο ραδιόφωνο.
«Όταν η Music Box χρειάστηκε έναν παραγωγό για να παρουσιάσει την ραδιοφωνική εκπομπή της, με πρότειναν.
(…)
(…)
Κοίτα, εγώ στη Σχολή Δοξιάδη είχα πάει να γίνω σχεδιαστής, το οποίο όμως το εγκατέλειψα. Κοντά στους ιδιοκτήτες της εταιρίας, τους Γκεράρ, έμαθα τον τρόπο πώς να δουλεύω σε μια εταιρία δίσκων, διότι δεν είχα κάνει ιδιαίτερες σπουδές. Αυτοί με έβαλαν στη δουλειά.
Τι δουλειά έκανα στη Music Box! Όποιος ψάξει π.χ. παλιά 45άρια των Steppenwolf, που ήταν άγνωστοι στην Ελλάδα, θα δουν ότι στην Ελλάδα είχε βγει με διαφορετικό flipside, απ’ ’ότι σε άλλες χώρες του κόσμου. Και είναι φοβερά σπάνια αυτά. Το Born To Be Wild με το Magic Carpet Ride ας πούμε. Τέτοια έκανα άπειρα τα τελευταία δυο χρόνια της θητείας μου στη Music Box 1968-69… Έκρινα με το μουσικό μου αισθητήριο ότι άξιζε να βγουν μαζί τότε. Αυτά είδε η Polygram, που τότε λεγόταν Ελλαδίσκ, και με πήρε.
Εκεί έβγαλα τα πρώτα άλμπουμ των Led Zeppelin, Crosby Stills Nash &Υoung… Τότε ο παραγωγός σε μια εταιρία είχε το προνόμιο να ακούει πρώτος τα δείγματα. Κάναμε επιλογή τότε, δεν τα κυκλοφορούσαμε όλα όπως σήμερα».
Rock & Roll και Χατζιδάκις
«Τότε ήταν που στα αρχές της δεκαετίας του ’70 μου ήρθε το άλμπουμ των Rock`n Roll Ensemble με τον Mάνο Χατζιδάκι. Ένας σπουδαίος δίσκος που ακούγεται μέχρι τις μέρες μας, χάρη και στην κυκλοφορία – διασκευή του από τους Raining Pleasure. Εκεί έγραψα ένα από τα πρώτα μου κείμενα σε οπισθόφυλλο δίσκου, από αυτά που θα έγραφα πολλά στη διάρκεια της δεκαετίας για να κάνω πιο προσιτά στο ελληνικό κοινό ορισμένα ονόματα , όπως οι Cream.»
Λίγο καιρό αργότερα, θα ερχόταν κοντύτερα από όσο θα μπορούσε να φανταστεί, με τον Μάνο Χατζιδάκι.
«Όσοι δεν άκουσαν το ραδιόφωνο πριν το καλοκαίρι της μεταπολίτευσης το 1974, δεν μπορούν να το διανοηθούν. Οι εκπομπές ήταν προηχογραφημένες, δεν υπήρχε ζωντανό ραδιόφωνο γιατί έπρεπε να πάρουν έγκριση τα κείμενα από την Επιτροπή λογοκρισίας. Μετά το ’74, λοιπόν, διευθυντής της ΕΡΤ ήταν ο Δημήτρης Χορν και της Ραδιοφωνίας ο Μάνος Χατζιδάκις, μετά πήγε στο Γ’ Πρόγραμμα… Αντιλαμβάνεστε τα μεγέθη… Τότε τον γνώρισα μέσω του Μάικ Ροζάκη των Charms και με τη βοήθεια του Γιώργου Παπαστεφάνου, του σπουδαιότερου τότε παραγωγού για το ελληνικό τραγούδι στο ραδιόφωνο, ο Χατζιδάκις μας συνάντησε μια δυο τρεις φορές, Τον χειμώνα του 1975
εμένα και τον Κώστα Ζουγρή που του προτείναμε μια εκπομπή για το ξένο τραγούδι, που δεν υπήρχε όμοιά της».
Ο Χατζιδάκις ήθελε τον Πετρίδη για το πρωινό μαγκαζίνο. Οι πρώτες εκπομπές όμως, από τις πρώτες ζωντανές στο ραδιόφωνο της εποχής, ξένισαν τους ακροατές με τις μουσικές επιλογές τους. Μέσα σε 15 μέρες, αρκετά κομμάτια στις εφημερίδες της εποχής, απευθύνονταν στον Χατζιδάκι, γράφοντας «ποιος είναι αυτός που μας έχει τρελάνει με τα ξένα τραγούδια…»
Ο Χατζιδάκις ήθελε τον Πετρίδη για το πρωινό μαγκαζίνο. Οι πρώτες εκπομπές όμως, από τις πρώτες ζωντανές στο ραδιόφωνο της εποχής, ξένισαν τους ακροατές με τις μουσικές επιλογές τους. Μέσα σε 15 μέρες, αρκετά κομμάτια στις εφημερίδες της εποχής, απευθύνονταν στον Χατζιδάκι, γράφοντας «ποιος είναι αυτός που μας έχει τρελάνει με τα ξένα τραγούδια…»
«Φαντάζεσαι τώρα, Μια εκπομπή μετά τη δικτατορία που ήταν εν πολλοίς χρεωμένη στην ανοχή των Αμερικανών, ένας «αμερικανόφερτος» όπως με έλεγαν, να παίζει πρωί πρωί Black Sabbath και Jethro Tull και Rolling Stones…». Μας φώναξε λοιπόν ο Χατζιδάκις και μου είπε: δεν έχω καμία αντίρρηση με τη μουσική που βάζεις, αλλά ίσως είναι καλύτερα να πάτε μεσημέρι… Μετακόμισα τον Ιούνιο του 1975 στις 4 το απόγευμα – η καθημερινή εκπομπή λεγόταν Ποπ Κλαμπ και την Παρασκευή Ροκ Κλαμπ, ακριβώς όπως και σήμερα.»
Ποπ και Ροκ. Δυο λέξεις με τις οποίες συνέδεσε το όνομά του και ως διευθυντής του πρώτου μουσικού περιοδικού στην Ελλάδα, του Ποπ ¬ Ροκ: Το πρώτο τεύχος βγήκε το 1977.
Από τα χέρια του πέρναγαν όλα.
«Και στο Ποπ και Ροκ, η προβολή που κάναμε στα ελληνικά συγκροτήματα και καλλιτέχνες, ήταν σημαντική. Γαλάνη, Σαββόπουλος… πολλοί και καλοί πέρασαν απ’ τις σελίδες μας. Με αυτό επιβεβαιώναμε τη στάση μας απέναντι στο καλό ελληνικό τραγούδι, παρουσιάζοντας και νέους καλλιτέχνες όπως ο Παπάζογλου, δίνοντας το στίγμα μας. Ήμασταν το πρώτο περιοδικό που έβαζε επίσημο chart πωλήσεων, με ανθρώπους που στέλναμε σε δισκάδικα Αθηνών και Θεσσαλονίκης για να παίρνουμε μια εικόνα από τον καθρέφτη των πωλήσεων.
Από το Ποπ και Ροκ σταμάτησα στις αρχές των ‘00s γιατί κι εκεί είχα κάνει τον κύκλο μου, έπρεπε να κάνω συμβιβασμούς και δεν ήθελα».
Έκανε και το πέρασμά του από την τηλεόραση.
«Η εκπομπή μου λεγόταν Μισή ¨ΩΡα Εποχής και ήταν μια από τις πρώτες εκπομπές όπου παίχτηκαν βίντεοκλιπ. Φιλοξενούσα και καλλιτέχνες, Sparks, Grand Funk κ.λπ. H μισή εκπομπή ήταν με ξένους και η άλλη μισή με Έλληνες, πάλι όμως αυτής της μουσικής κατεύθυνσης που είχα και στο περιοδικό. Αρλέτα, Νέο Κύμα… Η εκπομπή κράτησε δυο χρόνια στο δεύτερο κανάλι.»
Μια σπάνια φωτογραφία: οι Van Halen καλεσμένοι στην τηλεοπτική εκπομπή του στην ΕΡΤ.
Ήδη από τη δεκαετία του ΄70 κι ενώ έκανε καριέρα στα media, είχε ξεκινήσει να έχει σχέσεις με ξένους καλλιτέχνες.
«Ήταν κι ο λόγος που έμενα στις εταιρίες δίσκων, Pοlygram και μετά στη Virgin, εκτός από το ότι είχα την ευκαιρία να ακούω πρώτος ότι νέο κυκλοφορούσε. Τότε δεν υπήρχε ίντερνετ, περνούσαν δυο τρεις και τέσσερις μήνες για να κυκλοφορήσει ένα καινούριο τραγούδι στην Ελλάδα. Σαν υπάλληλος κάποιας εταιρίας και μεγάλης μάλιστα, είχα τη δυνατότητα να παίρνω αμέσως τα τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο, να δουλεύω γι’ αυτά ενώ και από το 1972 όταν έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό, είδα ότι οι ξένοι καλιτέχνες ήταν πολύ πιο ανοιχτοί και φιλικοί στους ανθρώπους που δούλευαν γι΄αυτούς, απ’ ότι στους δημοσιογράφους στους οποίους έδιναν συχνά τυπικές συνεντεύξεις».
«Ήταν κι ο λόγος που έμενα στις εταιρίες δίσκων, Pοlygram και μετά στη Virgin, εκτός από το ότι είχα την ευκαιρία να ακούω πρώτος ότι νέο κυκλοφορούσε. Τότε δεν υπήρχε ίντερνετ, περνούσαν δυο τρεις και τέσσερις μήνες για να κυκλοφορήσει ένα καινούριο τραγούδι στην Ελλάδα. Σαν υπάλληλος κάποιας εταιρίας και μεγάλης μάλιστα, είχα τη δυνατότητα να παίρνω αμέσως τα τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο, να δουλεύω γι’ αυτά ενώ και από το 1972 όταν έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό, είδα ότι οι ξένοι καλιτέχνες ήταν πολύ πιο ανοιχτοί και φιλικοί στους ανθρώπους που δούλευαν γι΄αυτούς, απ’ ότι στους δημοσιογράφους στους οποίους έδιναν συχνά τυπικές συνεντεύξεις».
Άρχισα λοιπόν, ως στέλεχος μιας εταιρίας πολυεθνικής να γνωρίζω πάρα πολλούς καλλιτέχνες των οποίων κέρδιζα την εμπιστοσύνη, αφενός μεν με τις γνώσεις μου και αφετέρου με το γεγονός ότι εργαζόμουν για ’κείνους.
Αυτός ήταν και ο λόγος που έμεινα στη δισκογραφία μέχρι και τις αρχές του 2002 όταν είδα ότι η δισκογραφία όπως την ήξερα τελείωνε. Τώρα είναι μια άλλη δισκογραφία, που εμένα προσωπικά δεν με εμπνέει καθόλου, το να δουλεύω για κάποιες εταιρίες που ούτε καν έχουν τους ανθρώπους με τη μουσική ποιότητα που είχαν κάποτε οι εταιρείες δίσκων. Τώρα πια οι δισκογραφικές είναι λογιστές που το μόνο που κοιτούν είναι τα κέρδη και όχι η μουσική των καλλιτεχνών. Παλιότερα, ήθελαν βέβαια να έχουν και πωλήσεις, αλλά εκείνο που έβλεπαν πρώτα ήταν το ταλέντο. Έτσι βγήκαν όλα τα μεγάλα ονόματα των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70, από εμπνευσμένους ιδιοκτήτες εταιριών και παραγωγούς. Και στην Ελλαδα. Όπως ήταν ο Πατσιφάς. Ο οποίος δημιούργησε τη Lyra, το Νέο Κύμα κ.λπ.
Πολλά από πράγματα που έγιναν τότε και εδώ και έξω, ήταν καλά και ως ποιότητα και εμπορικά. Τώρα το μόνο που κοιτούν οι εταιρίες είναι να πουλήσει αμέσως ένας δίσκος, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν κυκλοφορούν ότι δεν βγαίνουν και αρκετά, αξιόλογα πράγματα…»
Γιάννης Πετρίδης και Cat Stevens ξεφυλλίζουν τα “Επίκαιρα”.
Virgin times
«Στη Virgin, ως διευθυντής, είχα την ευκαιρία και κανείς – ούτε ο Richard Βranson μου έλεγε το παραμικρό επ’ αυτού, να έρθω σε επαφή με μικρότερες εταιρίες, τότε που γινόταν η έκρηξη αυτών των εταιριών, όπως η Rough Trade, Mute, Beggars Banquet, 4AD… Όλες αυτές οι εταιρίες που οι άλλες εταιρίες στην Ελλάδα δεν τις λογάριαζαν, για μένα είχαν αξία. Έβλεπα ότι θα μπορούσαν να έχουν μια απήχηση στο ελληνικό μουσικό κοινό και συγχρόνως να ανεβάζουν και το μουσικό επίπεδο όσων άκουγαν καλλιτέχνες όπως οι Dead Can Dance, Nick Cave, Joy Division… όλα αυτά τα πράγματα που έβγαλε η Virgin.
Δεν είχα λοιπόν καμία πίεση από τη Virgin, η οποία ήταν και αυτή μια εταιρία ανάλογη, για πολλά χρόνια, γιατί έβγαζα πράγματα τα οποία μπορεί μεν να μην πουλούσαν πολύ, από την στιγμή όμως που εγώ μπορούσα να κρατάω μια ισορροπία που έκανε την εταιρία να μη βγάζει ζημιά, λειτουργούσε. Δεν μου παν τίποτα όταν πρωτόβγαλα τις Τρύπες και πούλησαν πολύ λίγα αντίτυπα. Μετά έγιναν από τα δημοφιλέστερα συγκροτήματα. Ή τα Ξύλινα Σπαθιά. Είχα την απόλυτη καλλιτεχνική επιμέλεια μαζί με τους συνεργάτες μου, πάρα πολλά καλά παιδιά που πέρασαν από την εταιρία αυτή.
Αλλά αυτά βγήκαν από μια γενιά, τη δικιά μου και την επόμενη, που έτυχε να είναι άνθρωποι μέσα στις εταιρίες , οι οποίοι δούλεψαν -ακόμη και μέσα στις πολυεθνικές, βγάζοντας μεγάλα ονόματα, όπως οι Radiohead και οι Coldplay. Tώρα, ελάχιστοι άνθρωποι ξέρουν από μουσική στις εταιρίες. Βλέποντας αυτό το γεγονός έπαψε να με ενδιαφέρει αυτή η δισκογραφία. Αισθάνθηκα ότι είχα ολοκληρώσει τον κύκλο μου.»
Athens by night, με τον Peter Gabriel και τον Bruce Springsteen στο βάθος.
Some more Virgin stories…
«Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν η Virgin είχε κάνει πολύ μεγάλη επιτυχία στην Αγγλία με τα συγκροτήματά της, ο Ρίτσαρντ Μπράνσον, θέλησε να ανοίξει κάποια υποκαταστήματα στην Ευρώπη. Η Ελλάδα ήταν ένα από τα πρώτα τέσσερα που άνοιξε και βλέποντας τη δουλειά μου στην Pοlygram, μέσω της οποίας αντιπροσωπευόταν τότε η Virgin στη χώρα μας, με κάλεσαν να αναλάβω τη διεύθυνση.
«Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν η Virgin είχε κάνει πολύ μεγάλη επιτυχία στην Αγγλία με τα συγκροτήματά της, ο Ρίτσαρντ Μπράνσον, θέλησε να ανοίξει κάποια υποκαταστήματα στην Ευρώπη. Η Ελλάδα ήταν ένα από τα πρώτα τέσσερα που άνοιξε και βλέποντας τη δουλειά μου στην Pοlygram, μέσω της οποίας αντιπροσωπευόταν τότε η Virgin στη χώρα μας, με κάλεσαν να αναλάβω τη διεύθυνση.
Ήταν μια μεγάλη πρόκληση για μένα, γιατί ως εταιρία, η Virgin δεν ήταν τόσο δυνατή ώστε να σταθεί μόνη της στην Ελλάδα και να ανταγωνιστεί τις άλλες που ήταν τότε μεγαθήρια: ΕΜΙ, Sony, Πόλυγκραμ και BMG.
Όλοι τότε είπαν ‘τώρα τι κάνει ο Γιάννης; πάει να δουλέψει σε μια εταιρία με πέντε ονόματα;’ Γι’ αυτό σου είπα ότι είχα σκοπό να πλαισιώσω τους καλλιτέχνες της Virgin με τους καλλιτέχνες των εταιριών που σου ανέφερα πιο πριν. Έτσι κάναμε μια δυνατή σκηνή στην Ελλάδα, που έκανε κατάσταση. Ο Nick Cave ή ο peter Hammill, φερ ειπείν, στην Ελλάδα πουλούσαν περισσότερο απ’ ότι σε άλλες μεγαλύτερες χώρες. Είχα την ευτυχία, για πολλά χρόνια, να δουλεύω σε μια εταιρία που μου άφηνε το ελεύθερο να δουλέψω με καλλιτέχνες οι οποίοι ήταν πολύ υψηλού επιπέδου.
Και βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κυκλοφορούσαμε και εμπορικά άλμπουμς, όμως εκείνα έπαιρναν μόνα τους το δρόμο τους, γιατί τα έπαιζαν οι σταθμοί και τα έντυπα. Παράδειγμα, οι Culture Club. Κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει την επιτυχία τους. Και πολλών άλλων αργότερα, τέτοιου είδους…
Εδώ έκανα και τις μεγαλύτερες επαφές μου με καλλιτέχνες, από το 1980 ως το 2003».
Συμβόλαια και meeting κορυφής
«Στη Virgin ήμασταν όλοι κι όλοι 12 με 15 διευθυντές, που έστω κι αν ήμασταν κάποιοι από μικρές χώρες όπως η Ελλάδα ή από χώρες της Σκαδιναβίας, ήμασταν σε όλα τα meeting που έκανε ο Μπράνσον με τους διευθυντές των μεγάλων μουσικών αγορών όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Γερμανία και η Αγγλία.
Εκεί είχα πρόσβαση άμεση στην πηγή της μουσικής. Για μένα είναι πολύ σπουδαίο αυτό που θα σου πω: Για κάθε καλλιτέχνη που ήταν να υπογράψει συμβόλαιο, ο Μπράνσον ζητούσε τη γνώμη μας. Παράδειγμα― όταν ήταν να υπογράψουμε τους Rolling Stones, μας ζητήθηκε η γνώμη όλων. Μήπως ήταν πολύ μεγάλoι σε ηλικία; Θα έφερναν τα χρήματα που θα επενδύαμε; Μιλάμε για δισεκατομμύρια σε προκαταβολές… Θυμάμαι ότι μάλιστα, αν και ήταν αγαπημένο μου συγκρότημα οι Stones, είχα πει ότι είμαι λίγο επιφυλακτικός αν τα χρήματα που θα έδινε η Virgin θα μπορούσαν να τα καλύψουν. Δεν είχα πει όχι, είχα διατυπώσει όμως μια επιφύλαξη. Αυτά σημειωνόντουσαν, η γραμματέας του Μπράνσον σημείωνε – η γνώμη μας έπαιζε ρόλο.
Άλλο παράδειγμα τότε με τον Φιλ Κόλινς. Ο Μπράνσον είχε συμβόλαιο μαζί του, αλλά μόνο για την Αγγλία. Θυμάμαι ότι ο Άγγλος διευθυντής του, του είχε πει με το που είχε κυκλοφορήσει το In The Air Tonight – και του είχε προτείνει, σε ανύποπτο χρόνο ότι το timing ήταν καλό για να πάρει και τους Genesis από την Pοlygram. Ο Μπράνσον σημείωσε το όνομα του γκρουπ με στυλό στην παλάμη του για να μην το ξεχάσει… Σε ένα μήνα είχαν υπογράψει στη Virgin.
Εγώ πάλι είχα προτείνει να υπογράψουμε συμβόλαιο για το soundtrack του Τελευταίου Αυτοκράτορα… σε στενό κύκλο τα συζητούσαμε αυτά. Είχα δει την ταινία και υποστήριξα ότι το έργο θα πήγαινε για Όσκαρ, παρόλο που ήταν του Μπερτολούτσι και ότι η μουσική γαμούσε, με το συμπάθειο. Και όχι επειδή ήμουν φαν του Byrne ή του Sakamóto… Το να εισακούεται η άποψή σου σε μια εταιρία που δούλευε καλλιτεχνικά, ήταν σπουδαίο για μένα. Ήμουν ευτυχισμένος.»
Με τον Joe Cocker στα στούντιο της ΕΡΤ.
«Εκτός από αυτά τα meeting κορυφής, συναντιόμασταν επίσης στα σπίτια ή στα στούντιο ηχογραφήσεων για να ακούσουμε την καινούρια δουλειά των καλλιτεχνών. Π.χ. μας φώναζαν στο Λος Άντζελες με τους Rolling Stones να ακούσουμε το καινούριο τους cd. Στην Janet Jackson, στη βίλα του Lenny Kravitz στην Τζαμάϊκα… Και τους γνώριζα πια από πολύ κοντά. Μετά από κάθε τέτοιο άκουσμα δίσκου, είχαμε συζητήσεις, τρώγαμε, γίνονταν πάρτι. Λέγαμε ‘θα θέλαμε ένα τραγούδι έτσι’, άλλαζαν tracklist οι καλλιτέχνες…»
-Ξέσαλα πάρτι; Στο τρίπτυχο sex , drugs and rock n^roll;
«Κάποια απ’ αυτά ναι, ήταν. Γινόντουσαν διάφορα, τα βράδια αργά… Αλλά δεν θα θελα να πω προσωπικά που έζησα, δεν θα έβγαζα ποτέ ας πούμε ένα βιβλίο με αναμνήσεις απ΄ αυτά. Άλλα είναι πράγματα που θέλω να τα συγκρατήσω και να τα πάρω μαζί μου.»
Personal favorites
«Από τους πιο σπάνιους και χαρισματικούς καλλιτέχνες που έχω γνωρίσει στο χώρο της δισκογραφίας είναι ο Peter Hammill και ο Peter Gabriel.
Ο Hammill μοιάζει με έναν γκουρού που ήρθε από κάπου και μπήκε στη μουσική, κάτι σαν άγιος.
Ο Gabriel, πάλι, μου έδωσε την εντύπωση ενός μουσικού, τουλάχιστον στα χρόνια που τον γνώρισα εγώ – εκτός των Genesis, που δεν τον απασχολεί ο ανταγωνισμός και το κυνηγι της επιτυχίας. Περισσότερο τον ενδιαφέρει το καλλιτεχνικό μέρος της μουσικής κάτι που το έχει δείξει και με την εταιρία του και με τους μουσικούς που προώθησε. Στα meeting που είχαμε κατά καιρούς, θυμάμαι ότι όσο κι αν πιέζαμε να βγάλει καινούριο άλμπουμ μετά το «Show» που είχε βγάλει σπουδαίες επιτυχίες όπως το Sledgehammer, η μάνατζερ του μας έλεγε ότι δεν είναι έτοιμος, ότι δεν έχει τραγούδια που να του αρέσουν… Από αυτό φαίνεται τι άνθρωπος είναι».
Συλλέγοντας δίσκους
Σήμερα.η συλλογή δίσκων του είναι μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Ποιοι άλλοι είναι οι ανταγωνιστές του;
«Ξέρω! Δεν είναι πολλοί. Ένας από αυτούς είναι και ο Elton John. Θυμάμαι πως όταν είχαμε γνωριστεί και του έκανα συνέντευξη, για δυο – διόμισι τουλάχιστον ώρες που πήγαμε και φάγαμε μετά, συζητούσαμε για τη δισκοθήκη του. Έχει μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο».
Συνομιλώντας με τον Elton John.
Πόσα albums έχει σήμερα ο Γιάννης Πετρίδης; Μια εκτίμηση;
«Άπαντα τα τραγούδια. Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Πράγματα που δεν μπορούν να βρεθούν ούτε στο Ίντερνετ ακόμα. Η συλλογή μου αυτή, είναι φτιαγμένη παράλληλα με τη ζωή μου τα τελευταία 30 – 40 χρόνια. Αρχικά αγοράζοντας singles, 45άρια από δεύτερο χέρι από το Μοναστηράκι και στη συνέχεια, σε ταξίδια μου στο εξωτερικό, σε Ευρώπη και Αμερική, από δεκάδες αγορές σε Παρίσι, Ρώμη, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, μέχρι το Σαιν Λούι και την πιο απίθανη πόλη των ΗΠΑ. Έχω κάνει ταξίδια μόνο και μόνο για να πάω ψάχνοντας, με χάρτες, σε πόλεις της Αμερικής που διάβαζα ότι είχαν σπουδαία καταστήματα δίσκων.
Τα αποκτήματα; Πάρα πολλά. Τραγούδια που βρήκα σε απίθανα μέρη. Τραγπύδια του ’40, του ’50… Μουσικες που καλύπτουν τα πάντα. Μια πραγματική οδύσσεια στα πιο απίστευτα μέρη, τοποθεσίες και καταστήματα.»
L’ America
Η Αμερική παραμένει αγαπημένος του προορισμός, δυο φορές το χρόνο.
«Εκεί γεννήθηκαν οι θρύλοι και όλη η μουσική που με γοητεύει. Κάθε φορά που πηγαίνω, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι μέσα σε ένα λούνα παρκ με τις μουσικές που αγάπησα. Και όλα μου τα ταξίδια, από το Μέμφις, το Σεν Λούι, πήγα παντού όπoυ υπήρχαν μουσικές τοποθεσίες, εκεί όπου γεννήθηκαν τα περισσότερα μουισκά κινήματα και που μένουν οι περισσότεροι από αυτούς τους μουσικούς που αγάπησα.
Στην πόλη Καρμέλ, λόγου χάρη, κοντά στο Μόντερέι, είχα πάει για να δω το μέρος όπου πέγινε το φεστιβάλ, έτσι ανακάλυψα αυτή την πόλη. Έμαθα λοιπόν, ότι σε εκείνη την περιοχή, την πόλη Καρμέλ, όπου πριν λίγα χρόνια ήταν Δήμαρχος ο Κλιντ Ίστγουντ, εκεί πάνε και μένουν οι καλλιτέχνες και οι τραγουδιστές όταν αποσύρονται. Βγήκα στο δρόμο έξω από το ξενοδοχείο και είδα το σπίτι όπου μένει σήμερα η Ντόρις Ντέι!
Oldies and goodies
«Η δεκαετία 65 – 75 και λίγο μετά, είναι από τις πιο μαγευτικές δεκαετίες του περασμένου αιώνα, στο χώρο της μουσικής. ‘Εγιναν τότε μερικά από τα πιο συγκλονιστικά πράγματα και στην Ελλάδα και έξω.
Αυτό που ζήσαμε τότε ήταν το να μεγαλώνουμε τη στιγμή που γεννιόνταν οι μουσικές που κυριαρχούν μέχρι τις μέρες μας. Απ’ τη μια στην Ελλάδα, Χατζιδάκης, Θοδωράκης, ελληνικό τραγούδι – αυτό που είπαμε «έντεχνο» αργότερα, και η συνέχεια με Ξαρχάκο, Μαρκόπουλο, το Νέο Κύμα και το Σαββόπουλο… όλα αυτά τα έβλεπα και τα ζούσα. Κι απ’ την άλλη, την ίδια εποχή έξω, το ροκ εν ρόλ, οι Rolling Stones, οι Κings, οι Animals, οι Pink Floyd, οι Zeppelin… Αυτά τα δέκα δεκαπέντε χρόνια που έζησε η γενιά μου, και στη μουσική και στον κινηματογράφο όπου επίσης γίονονταν σπουδαία πράγματα, ήταν ανεπανάληπτα.
Πρόκειται για εποχές που η κυκλοφορία ενός album ήταν γεγονός και οι fans περίμεναν πώς και πώς την κυκλοφορία του καινούριου δίσκου ενός καλλιτέχνη, κάνοντας ουρές έξω από τα δισκοπωλεία.
Ωστόσο, δε νοσταλγώ το μουσικό παρελθόν. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα συγκροτήματα και καλλιτέχνες που με ενθουσιάζουν».
-Θυμάμαι ότι ήσασταν ο πρώτος άνθρωπος που άκουσα να μιλά για τον Άλεξ Καπράνο και μου είχατε πει να σημειώσω το όνομα Franz Ferdinand, γιατί θα μας απασχολήσει στο μέλλον…
«Αυτό ήταν πάντα ο σκοπός μου και για τις εκπομπές μου και στη δισκογραφία και για μένα προσωπικά, ως λάτρη της μουσικής, τα καινούρια πράγματα που έρχονται.
-Για ποιους χαρήκατε φέτος που έβγαλαν δίσκους;
«Οι TV On the Radio, που τους ήξερα από τις αρχές της δεκαετίας και έβγαλαν σπουδαίο album, οι Last Shadow Puppets που πήγα στο Βερολίνο μόνο και μόνο για να τους δω, οι Arctic Monkeys… Σταματάω να συγκρίνω τα σημερινά με του ’60. Όλα όσα ακούμε αυτή τη στιγμή, έχουν γίνει στο παρελθόν. Η άποψη μου είναι ότι η μουσική αυτή, rock, soul ό,τι κι αν είναι, έχει κάνει τον κύκλο της. Έχουμε τώρα, νέα ονόματα που επηρεάζονται από τα πράγματα που έγιναν πιο πριν.
Εδώ και λίγο καιρό έχουμε μια αναβίωση των ‘80s, πολλά συγκροτήματα μοιάζουν με Gang of Four ας πούμε. Δεν έχει σημασία, ένας 18αρης σήμερα, ακούει Gang of Four μέσω ενός άλλου συγκροτήματος…
Παρακολουθώ καθημερινά περιοδικά και Internet. Και προσπαθώ να συνδυάζω το παρόν με το παρελθόν – είναι ένα από τα gimmick της εκπομπής μου, το να προσπαθώ να παρουσιάζω τη σχέση του παρόντος με το παρελθόν.
[Απομαγνητοφωνόντας αυτή τη συνέντευξη, ακούγοντάς τον, είναι σα να επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό του «γκουρού της μουσικής» με τον οποίο τον έχουν χρίσει οι απανταχού ακροατές και θαυμαστές του όλα αυτά τα χρόνια.]
«Ένα από τα πιο σπουδαία πράγματα στη ζωή μου, είναι ότι ακόμη έχω αυτό το ενδιαφέρον για τη μουσική και το ότι μπορώ να ακούω τα καινούρια και να γνωρίζω, να ξέρω τόσα πολλά για τα παλιά…Είναι ένας μαγικός κόσμος που όσο μπαίνεις σε αυτόν τόσο περισσότερο μαγεύεσαι.
-Και το να συνδυάζεις το χτες με το σήμερα δεν είναι δύσκολο;
«Θα μπορούσε να το κάνει ο καθένας από εσάς», μου απαντάει, «αρκεί να μην πει σε κάποια στιγμή ότι ‘να ρε παιδί μου, αυτά τα καινούρια, δεν είναι καλύτερα από τους Radiohead…’ Το έχω συναντήσει σε όλη μου τη ζωή. Στα ‘80s μου έλεγαν “ε, δεν είναι και σαν τους Kinks ή τους Animals.”
-Το χτες ζητάει συμφιλίωση με το τώρα, λοιπόν…
«Ναι. Μπορεί οι Kinks να είναι μοναδικοί, αλλά και ένα σημερινό ανάλογο όνομα, όπως οι White Stripes, είναι σπουδαίοι σε αυτό που κάνουν».
-Εκτός από την ευρυμάθεια, είναι και η ευρύτητα του μουσικού ορίζοντα, η δεκτικότητα στο καινούριο. Τι μουσικές ακούς μέσα στη μέρα;
«Α! Την καταβρίσκω όλη ην ημέρα με διαφορετικά πράγματα και μου αλλάζει τη διάθεση. Μπορεί να ξυπνήσω το πρωί και να βάλω να ακούσω ένα heavy metal album! Θα ‘λεγε κανείς πώς μπορείς ρε παιδί μου να βάζεις να ακούσεις το πρωί Μy Chemical Romance; Μπορώ να περνάω από αυτούς στους Radiohead και στον Frank Sinatra ή τους Beatles. Και όλα αυτά, όχι επιδερμικά, αλλά απολαμβάνοντας το ότι οι Radiohead είναι ένα ανεπανάληπτο συγκρότημα, που οι Coldplay φερ’ ειπείν δεν θα μπορέσουν να τους πιάσουν ποτέ. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι Coldplay δεν έχουν γράψει σπουδαία τραγούδια».
-Είνaι οι Radiohead οι Pink Floyd των ‘00s; (πάντα ήθελα να τον ρωτήσω αυτό!)
«Είναι. Για μένα το τελευταίο μεγάλο συγκρότημα. Μετά από αυτούς δεν έχω ακούσει κάτι τόσο σπουδαίο, παρόλο που ακούω συνεχώς πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Περιμένω αν θα βγει ένα συγκρότημα που να συγκλονίσει τα μουσικά πράγματα…».
Μια βραδιά στο Rock & Roll Hall of Fame
«Το 1984, όταν ετοιμαζόταν το R&Roll Hall of Fame, σε ένα ταξίδι μου στις Κάννες, ο παραγωγός και ιδιοκτήτης της Mute, Nτανιέλ Μίλερ, μου είπε ‘θα σε βάλω στο γεύμα του συνεδρίου το βράδι –ένα βαρετό γεύμα, δίπλα σε κάποιον που θα σε κάνει να μην περάσεις βαρετό βράδι… και εσύ και αυτός’. Και με έβαλε δίπλα στον Σέιμουρ Στέιν, ιδρυτή της δισκογραφικής Sire που έβγαλε από τους Ramones και τους Talking Heads μέχρι την Madonna. Φαντάζεσαι τι έπαθα ακούγοντάς το όνομά του, ο οποίος, πριν τους Talking Heads, ήταν πίσω από δεκάδες ονόματα της δεκαετίας του ’60 (λίγο πιο μεγάλος από μένα είναι), αναμεμειγμένος ως παραγωγός εταιρίας δίσκων, πριν κάνει αυτά που έκανε με τη Sire.
E, καθίσαμε, μιλήσαμε για πολλά, μου είπε την ιστορία της Madonna που τότε έβγαινε – αυτός την υπέγραψε όντας κλινήρης μέσα σε νοσοκομείο και με το που έφεραν και του έβαλαν να ακούσει ένα μόνο της κομμάτι, της έδωσε αμέσως συμβόλαιο και την έφεραν να υπογράψει το δισκογραφικό συμβόλαιο εκεί στο νοσοκομείο!
Μου λέει λοιπόν: ‘αν μου τραγουδήσεις / μου βρεις ένα τραγούδι που θα σου πω, θα σε βάλω στο Rock n Roll Hall of Fame! Θα είσαι ένας από τους ελάχιστους στην Ευρώπη που θα ανήκουν σε αυτό’.
Τότε δεν είχε γίνει ακόμη τίποτα, ούτε το μουσείο στο Κλίβελαντ, ούτε το ίδρυμα. Μου εξήγησε τι θα είναι αυτό κ.λπ. Λέω ‘γω, πες μου το τραγούδι. Και μου είπε ένα κομμάτι της δεκαετίας του ’50, που είχε βγει ΠΡΙΝ από το ροκ, ένα τραγούδι σαν κι αυτά με τα οποία εγώ είχα μεγαλώσει… Μου λέει λοιπόν, θέλω να μου πεις το τραγούδι Pittsburg Pennsylvania.
Ήταν ένα τραγούδι, μεγάλη επιτυχία του Guy Mitchell του 1952. Και το ήξερα! Του τραγούδησα λίγο τη στροφή, και σε ένα μήνα, έλαβα μια επιστολή που με έκανε δεκτό και με ενημέρωνε ότι ‘από αυτή τη στιγμή είστε μέλος του R&R Hall of Fame*…»
*Το R&R Hall of Fame, αποτελείται από μια επιτροπή που συγκεντρώνεται στη ΝΥ στο Λος Άντζελες, και απαρτίζεται: από τον εκδότη του Rolling Stone, άλλους παραγωγούς που έχουν παίξει ρόλο στην εξέλιξη του αμερικάνικου ροκ, 30 άτομα συνολικά από όλο τον κόσμο… Συγκεντρώνονται κάθε καλοκαίρι και επιλέγουν κάποια ονόματα, 15 τον αριθμό, που έχουν συμπληρώσει 25 χρόνια καριέρας και τους προτείνουν, σε 450 άλλους από όλο τον κόσμο για ψήφιση. «Ψηφίζουμε από τους 15, τους 5-6 που μπαίνουν κάθε χρόνο» λέει ο Γιάννης Πετρίδης. «Αυτοί που έχουμε δικαίωμα ψήφου, είμαστε όπως καταλαβαίνεις, αρχισυντάκτες μουσικών περιοδικών, top παραγωγοί και πολλοί μουσικοί που δεν είαμστε σε θέση να γνωρίζουμε – μπορεί να είναι ο Keith Richards, o Bruce Springsteen, για τέτοια ονόματα μιλάω, και 100 απ’ αυτούς είναι από την Ευρώπη, οι περισσότεροι από την Βρετανία».
Με αφορμή το ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του
-Τι ακριβώς καταγράφει η ταινία;
«Υπάρχουν παράλληλα και ελληνικά γεγονότα που έχουν σχέση κυρίως με τη μουσική, αλλά και με την πολιτικοκοινωνική κατάσταση στα χρόνια του ’60, όταν μεγάλωνα και αργότερα όταν ξεκίνησα το ραδιόφωνο. Σε ένα οδοιπορικό στην Αμερική, το ντοκιμαντέρ με ακολουθεί σε ένα από τα ταξίδια μου στις ΗΠΑ, όπου εκεί συνδέσαμε τη γέννηση του ροκ εν ρολ με τη δεκαετία του ’60, κάναμε γυρίσματα στο Σαν Φραντσίσκο, επισκεφτήκαμε τα κλαμπ του Λος ¨Αντζελες όπως το Roxy και το Whiskey A-Go-Go και μίλησαν διάφοροι για μένα, από θρυλικά συγκροτήματα…»
-Εμφανίζονται επώνυμοι σταρ να μιλούν για σας;
«Πάρα πολλοί και όχι μόνο από τον χώρο της μουσικής, αλλά και της πολιτικής ή της δημοσιογραφίας. Θα εμφανιστεί σε φεστιβάλ ως ταινία μικρού μήκους, αλλά και στην τηλεόραση ως τηλεταινία. Ο τίτλος του είναι Once In A Lifetime, από το ομώνυμο τραγούδι των Τalking Heads».
-Μιλήστε μας λίγο για την εκπομπή σας στο Γ’ Πρόγραμμα της Ελληνικής ραδιοφωνίας.
«Θεωρώ ότι η εκπόμπή μου με τον Κώστα Ζουγρή, τόσα χρόνια, από τις 4 στις 5, δεν είναι μια απλή μουσική εκπομπή, αλλά σχεδόν μια δημοσιογραφική μουσική εκπομπή, με πληροφορίες και αποσπάσματα από ξένο Τύπο, με σχόλια και ειδήσεις. Πολλοί θεατές, παραπονέθηκαν όμως πλέον, ότι ενταγμένη στο ειδησεογραφικό τμήμα του ραδιοφώνου, διακοπτόταν συχνά από ειδήσεις και έκτακτες συνδέσεις, ειδικά τον τελευταίο καιρό. Έτσι, με την Μαργαρίτα Μυτιληναίου και τον Παπαδημητρίου, βρήκαμε τη λύση― να συνεχίζουμε την εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα, ένα σταθμό υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου και διαφορετικών ακροατών από αυτούς που με ακούν στην ΕΡΤ. Πρόκειται για ένα νέο συναρπαστικό ταξίδι στο χώρο της κλασικής μουσικής, που έχουμε ξεκινήσει εδώ και 2μισι χρόνια με τον συνεργάτη μου Κώστα Ζουγρή, από τις 5 ως τις 6 κάθε απόγευμα. Χωρίς να προσβάλλουμε τους ακροατές του Τρίτου που είναι φίλοι της κλασικής μουσικής, συνδυάζουμε στοιχεία του ροκ – συγκροτήματα που έχουν επηρεαστεί από την κλασική μουσική, που είναι πάμπολλα, παρουσιάζοντας τραγούδια ροκ και σοουλ που βασίστηκαν σε κλασικές συνθέσεις, του Μπαχ , του Μπετόβεν ή του Στραβίνσκι. Τα μηνύματα που παίρνουμε είναι ενθουσιαστικά, από ανθρώπους που ούτε το φαντάζονταν ποτέ ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο και σε τέτοια έκταση».
-Απ’ όσο ξέρω, δεν πρέπει να υπάρχει αντίστοιχη εκπομπή παγκοσμίως.
«Έτσι είναι. Γι’ αυτό και συνεχώς ανακαλύπτουμε κομμάτια, χάρη και στο πλεονέκτημα του ότι εκμεταλλεύομαι για την ραδιοφωνία, όλη αυτή την πληθώρα δίσκων βινυλίου της ιδιωτικής μου συλλογής, με τραγούδια που αρχίζουν από ’40 και φτάνουν μέχρι το 2009».
Και από αυτό πώς φτάνουμε στο βιβλίο σας ― «Από το Ροκ στην Κλασική»;
«Τα τελευταία χρόνια, με τον Κώστα Ζουγρή, σκεφτήκαμε κάτι που δεν είχα κάνει παλιότερα, μια σειρά βιβλίων που θα είναι οδηγοί στους νεότερους αλλά και στους παλιότερους, όχι μόνο της δισκογραφίας αλλά και όλων των γνώσεων που έχουμε συγκεντρώσει…
Έτσι, κτυκλοφόρησαν αρχικά Τα Τραγούδια του Αιώνα, Τα Άλμπουμ του Αιώνα, Τα Τραγούδια των Ελλήνων – με περισσότερες από 500 συμμετοχές συνθετών και ερμηνευτών που επιλέγουν το δικό τους «τραγούδι της ζωής τους», Το βιβλίο των 30 χρόνων της Εκπομπής, Τα Σάουντρακ του Αιώνα και το πιο πρόσφατο Από το Ροκ Στην Κλασική, ένα βιβλίο που κατά κάποιο τρόπο συμπληρώνει τα Αλμπουμ του Αιώνα, με ροκ δίσκους και βασικούς κλασικούς συνθέτες.
Η κλασική προηγήθηκε της ροκ, είναι μια μαγευτική αξεπέραστη μουσική, το ίδιο όμως θα γίνει και με πάρα πολλά που έχουν βγάλει οι καλλιτέχνες του ροκ τις επόμενες δεκαετίες. Ήδη συμβαίνει. Γιατί όταν βλέπεις ότι έχουν περάσει 40 χρόνια από το Dark Side of The Moon των Pink Floyd και το ενδιαφέρον του κοινού, αντί να μειώνεται αυξάνει, βλέπεις καθαρά ότι είναι από τα classics του μέλλοντος».
Ένα αναπάντεχο email
«Μια από τις πιο σπουδαίες στιγμές της εκπομπής μου όλα αυτά τα χρόνια, είναι η επαφή με τους ακροατές. Από τα γράμματα της δεκαετίας του ’80, μέχρι τα emails των τελευταίων χρόνων και τα καθημερινά sms. Ένα από τα πιο συναρπαστικά email που έλαβα τελευταία ήταν πριν από 20 μέρες περίπου από κάποιον Εrnesto Lechner, γεννημένο στην Αργεντινή, που ηθρε στην Ελλάδα στα 9 του και έζησε στη Ρόδο. Εδώ πρωτάκουσε εκπομπές μου, απομονωμένος από του φίλους που είχε χάσει, έγινε πιστός ακροατής της εκπομπής μου. Δέκα χρόνια αργότερα, έφυγαν από την Ελλάδα και μετακόμισαν στο Λος Άντζελες απ΄ όπου μου έστελνε και αυτό το mail: “Aυτό που θέλω να σου πω”, κατέληγε, “είναι ότι τώρα είμαι ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος, χάρη στις εκπομπές και όσα έμαθα από σένα, που με οδήγησαν να κάνω αυτό το επάγγελμα. Αρθρογραφώ στους LA Times και δίνω κομμάτια και στο Rolling Stone και τη Chicago Tribune ενώ μόλις τελείωσα και ένα βιβλίο για το ροκ στη Λατινική Αμερική”…»!
«Στη διάρκεια όλων αυτών των ετών της καριέρας μου, με ραδιόφωνο, τηλεόραση, έντυπα, δισκογραφία, κάθε φορά που θεωρούσα ότι έκλεινε ένας κύκλος μου, έφευγα. Ακόμη κι όταν μπορούσα να είχα συνεχίσει. Από όλα αυτά, το ραδιόφωνο ήταν και είναι η μεγαλύτερη αγάπη μου και ο κύκλος του ελπίζω να μην κλείσει ποτέ».
-Γιάννης Πετρίδης
Σημείωση: Όλες οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Γ. Π.
Πηγή, karmawebradio.webmode.gr
«Άπαντα τα τραγούδια. Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Πράγματα που δεν μπορούν να βρεθούν ούτε στο Ίντερνετ ακόμα. Η συλλογή μου αυτή, είναι φτιαγμένη παράλληλα με τη ζωή μου τα τελευταία 30 – 40 χρόνια. Αρχικά αγοράζοντας singles, 45άρια από δεύτερο χέρι από το Μοναστηράκι και στη συνέχεια, σε ταξίδια μου στο εξωτερικό, σε Ευρώπη και Αμερική, από δεκάδες αγορές σε Παρίσι, Ρώμη, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, μέχρι το Σαιν Λούι και την πιο απίθανη πόλη των ΗΠΑ. Έχω κάνει ταξίδια μόνο και μόνο για να πάω ψάχνοντας, με χάρτες, σε πόλεις της Αμερικής που διάβαζα ότι είχαν σπουδαία καταστήματα δίσκων.
Τα αποκτήματα; Πάρα πολλά. Τραγούδια που βρήκα σε απίθανα μέρη. Τραγπύδια του ’40, του ’50… Μουσικες που καλύπτουν τα πάντα. Μια πραγματική οδύσσεια στα πιο απίστευτα μέρη, τοποθεσίες και καταστήματα.»
L’ America
Η Αμερική παραμένει αγαπημένος του προορισμός, δυο φορές το χρόνο.
«Εκεί γεννήθηκαν οι θρύλοι και όλη η μουσική που με γοητεύει. Κάθε φορά που πηγαίνω, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι μέσα σε ένα λούνα παρκ με τις μουσικές που αγάπησα. Και όλα μου τα ταξίδια, από το Μέμφις, το Σεν Λούι, πήγα παντού όπoυ υπήρχαν μουσικές τοποθεσίες, εκεί όπου γεννήθηκαν τα περισσότερα μουισκά κινήματα και που μένουν οι περισσότεροι από αυτούς τους μουσικούς που αγάπησα.
Στην πόλη Καρμέλ, λόγου χάρη, κοντά στο Μόντερέι, είχα πάει για να δω το μέρος όπου πέγινε το φεστιβάλ, έτσι ανακάλυψα αυτή την πόλη. Έμαθα λοιπόν, ότι σε εκείνη την περιοχή, την πόλη Καρμέλ, όπου πριν λίγα χρόνια ήταν Δήμαρχος ο Κλιντ Ίστγουντ, εκεί πάνε και μένουν οι καλλιτέχνες και οι τραγουδιστές όταν αποσύρονται. Βγήκα στο δρόμο έξω από το ξενοδοχείο και είδα το σπίτι όπου μένει σήμερα η Ντόρις Ντέι!
Oldies and goodies
«Η δεκαετία 65 – 75 και λίγο μετά, είναι από τις πιο μαγευτικές δεκαετίες του περασμένου αιώνα, στο χώρο της μουσικής. ‘Εγιναν τότε μερικά από τα πιο συγκλονιστικά πράγματα και στην Ελλάδα και έξω.
Αυτό που ζήσαμε τότε ήταν το να μεγαλώνουμε τη στιγμή που γεννιόνταν οι μουσικές που κυριαρχούν μέχρι τις μέρες μας. Απ’ τη μια στην Ελλάδα, Χατζιδάκης, Θοδωράκης, ελληνικό τραγούδι – αυτό που είπαμε «έντεχνο» αργότερα, και η συνέχεια με Ξαρχάκο, Μαρκόπουλο, το Νέο Κύμα και το Σαββόπουλο… όλα αυτά τα έβλεπα και τα ζούσα. Κι απ’ την άλλη, την ίδια εποχή έξω, το ροκ εν ρόλ, οι Rolling Stones, οι Κings, οι Animals, οι Pink Floyd, οι Zeppelin… Αυτά τα δέκα δεκαπέντε χρόνια που έζησε η γενιά μου, και στη μουσική και στον κινηματογράφο όπου επίσης γίονονταν σπουδαία πράγματα, ήταν ανεπανάληπτα.
Πρόκειται για εποχές που η κυκλοφορία ενός album ήταν γεγονός και οι fans περίμεναν πώς και πώς την κυκλοφορία του καινούριου δίσκου ενός καλλιτέχνη, κάνοντας ουρές έξω από τα δισκοπωλεία.
Ωστόσο, δε νοσταλγώ το μουσικό παρελθόν. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα συγκροτήματα και καλλιτέχνες που με ενθουσιάζουν».
-Θυμάμαι ότι ήσασταν ο πρώτος άνθρωπος που άκουσα να μιλά για τον Άλεξ Καπράνο και μου είχατε πει να σημειώσω το όνομα Franz Ferdinand, γιατί θα μας απασχολήσει στο μέλλον…
«Αυτό ήταν πάντα ο σκοπός μου και για τις εκπομπές μου και στη δισκογραφία και για μένα προσωπικά, ως λάτρη της μουσικής, τα καινούρια πράγματα που έρχονται.
-Για ποιους χαρήκατε φέτος που έβγαλαν δίσκους;
«Οι TV On the Radio, που τους ήξερα από τις αρχές της δεκαετίας και έβγαλαν σπουδαίο album, οι Last Shadow Puppets που πήγα στο Βερολίνο μόνο και μόνο για να τους δω, οι Arctic Monkeys… Σταματάω να συγκρίνω τα σημερινά με του ’60. Όλα όσα ακούμε αυτή τη στιγμή, έχουν γίνει στο παρελθόν. Η άποψη μου είναι ότι η μουσική αυτή, rock, soul ό,τι κι αν είναι, έχει κάνει τον κύκλο της. Έχουμε τώρα, νέα ονόματα που επηρεάζονται από τα πράγματα που έγιναν πιο πριν.
Εδώ και λίγο καιρό έχουμε μια αναβίωση των ‘80s, πολλά συγκροτήματα μοιάζουν με Gang of Four ας πούμε. Δεν έχει σημασία, ένας 18αρης σήμερα, ακούει Gang of Four μέσω ενός άλλου συγκροτήματος…
Παρακολουθώ καθημερινά περιοδικά και Internet. Και προσπαθώ να συνδυάζω το παρόν με το παρελθόν – είναι ένα από τα gimmick της εκπομπής μου, το να προσπαθώ να παρουσιάζω τη σχέση του παρόντος με το παρελθόν.
[Απομαγνητοφωνόντας αυτή τη συνέντευξη, ακούγοντάς τον, είναι σα να επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό του «γκουρού της μουσικής» με τον οποίο τον έχουν χρίσει οι απανταχού ακροατές και θαυμαστές του όλα αυτά τα χρόνια.]
«Ένα από τα πιο σπουδαία πράγματα στη ζωή μου, είναι ότι ακόμη έχω αυτό το ενδιαφέρον για τη μουσική και το ότι μπορώ να ακούω τα καινούρια και να γνωρίζω, να ξέρω τόσα πολλά για τα παλιά…Είναι ένας μαγικός κόσμος που όσο μπαίνεις σε αυτόν τόσο περισσότερο μαγεύεσαι.
-Και το να συνδυάζεις το χτες με το σήμερα δεν είναι δύσκολο;
«Θα μπορούσε να το κάνει ο καθένας από εσάς», μου απαντάει, «αρκεί να μην πει σε κάποια στιγμή ότι ‘να ρε παιδί μου, αυτά τα καινούρια, δεν είναι καλύτερα από τους Radiohead…’ Το έχω συναντήσει σε όλη μου τη ζωή. Στα ‘80s μου έλεγαν “ε, δεν είναι και σαν τους Kinks ή τους Animals.”
-Το χτες ζητάει συμφιλίωση με το τώρα, λοιπόν…
«Ναι. Μπορεί οι Kinks να είναι μοναδικοί, αλλά και ένα σημερινό ανάλογο όνομα, όπως οι White Stripes, είναι σπουδαίοι σε αυτό που κάνουν».
-Εκτός από την ευρυμάθεια, είναι και η ευρύτητα του μουσικού ορίζοντα, η δεκτικότητα στο καινούριο. Τι μουσικές ακούς μέσα στη μέρα;
«Α! Την καταβρίσκω όλη ην ημέρα με διαφορετικά πράγματα και μου αλλάζει τη διάθεση. Μπορεί να ξυπνήσω το πρωί και να βάλω να ακούσω ένα heavy metal album! Θα ‘λεγε κανείς πώς μπορείς ρε παιδί μου να βάζεις να ακούσεις το πρωί Μy Chemical Romance; Μπορώ να περνάω από αυτούς στους Radiohead και στον Frank Sinatra ή τους Beatles. Και όλα αυτά, όχι επιδερμικά, αλλά απολαμβάνοντας το ότι οι Radiohead είναι ένα ανεπανάληπτο συγκρότημα, που οι Coldplay φερ’ ειπείν δεν θα μπορέσουν να τους πιάσουν ποτέ. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι Coldplay δεν έχουν γράψει σπουδαία τραγούδια».
-Είνaι οι Radiohead οι Pink Floyd των ‘00s; (πάντα ήθελα να τον ρωτήσω αυτό!)
«Είναι. Για μένα το τελευταίο μεγάλο συγκρότημα. Μετά από αυτούς δεν έχω ακούσει κάτι τόσο σπουδαίο, παρόλο που ακούω συνεχώς πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Περιμένω αν θα βγει ένα συγκρότημα που να συγκλονίσει τα μουσικά πράγματα…».
Μια βραδιά στο Rock & Roll Hall of Fame
«Το 1984, όταν ετοιμαζόταν το R&Roll Hall of Fame, σε ένα ταξίδι μου στις Κάννες, ο παραγωγός και ιδιοκτήτης της Mute, Nτανιέλ Μίλερ, μου είπε ‘θα σε βάλω στο γεύμα του συνεδρίου το βράδι –ένα βαρετό γεύμα, δίπλα σε κάποιον που θα σε κάνει να μην περάσεις βαρετό βράδι… και εσύ και αυτός’. Και με έβαλε δίπλα στον Σέιμουρ Στέιν, ιδρυτή της δισκογραφικής Sire που έβγαλε από τους Ramones και τους Talking Heads μέχρι την Madonna. Φαντάζεσαι τι έπαθα ακούγοντάς το όνομά του, ο οποίος, πριν τους Talking Heads, ήταν πίσω από δεκάδες ονόματα της δεκαετίας του ’60 (λίγο πιο μεγάλος από μένα είναι), αναμεμειγμένος ως παραγωγός εταιρίας δίσκων, πριν κάνει αυτά που έκανε με τη Sire.
E, καθίσαμε, μιλήσαμε για πολλά, μου είπε την ιστορία της Madonna που τότε έβγαινε – αυτός την υπέγραψε όντας κλινήρης μέσα σε νοσοκομείο και με το που έφεραν και του έβαλαν να ακούσει ένα μόνο της κομμάτι, της έδωσε αμέσως συμβόλαιο και την έφεραν να υπογράψει το δισκογραφικό συμβόλαιο εκεί στο νοσοκομείο!
Μου λέει λοιπόν: ‘αν μου τραγουδήσεις / μου βρεις ένα τραγούδι που θα σου πω, θα σε βάλω στο Rock n Roll Hall of Fame! Θα είσαι ένας από τους ελάχιστους στην Ευρώπη που θα ανήκουν σε αυτό’.
Τότε δεν είχε γίνει ακόμη τίποτα, ούτε το μουσείο στο Κλίβελαντ, ούτε το ίδρυμα. Μου εξήγησε τι θα είναι αυτό κ.λπ. Λέω ‘γω, πες μου το τραγούδι. Και μου είπε ένα κομμάτι της δεκαετίας του ’50, που είχε βγει ΠΡΙΝ από το ροκ, ένα τραγούδι σαν κι αυτά με τα οποία εγώ είχα μεγαλώσει… Μου λέει λοιπόν, θέλω να μου πεις το τραγούδι Pittsburg Pennsylvania.
Ήταν ένα τραγούδι, μεγάλη επιτυχία του Guy Mitchell του 1952. Και το ήξερα! Του τραγούδησα λίγο τη στροφή, και σε ένα μήνα, έλαβα μια επιστολή που με έκανε δεκτό και με ενημέρωνε ότι ‘από αυτή τη στιγμή είστε μέλος του R&R Hall of Fame*…»
*Το R&R Hall of Fame, αποτελείται από μια επιτροπή που συγκεντρώνεται στη ΝΥ στο Λος Άντζελες, και απαρτίζεται: από τον εκδότη του Rolling Stone, άλλους παραγωγούς που έχουν παίξει ρόλο στην εξέλιξη του αμερικάνικου ροκ, 30 άτομα συνολικά από όλο τον κόσμο… Συγκεντρώνονται κάθε καλοκαίρι και επιλέγουν κάποια ονόματα, 15 τον αριθμό, που έχουν συμπληρώσει 25 χρόνια καριέρας και τους προτείνουν, σε 450 άλλους από όλο τον κόσμο για ψήφιση. «Ψηφίζουμε από τους 15, τους 5-6 που μπαίνουν κάθε χρόνο» λέει ο Γιάννης Πετρίδης. «Αυτοί που έχουμε δικαίωμα ψήφου, είμαστε όπως καταλαβαίνεις, αρχισυντάκτες μουσικών περιοδικών, top παραγωγοί και πολλοί μουσικοί που δεν είαμστε σε θέση να γνωρίζουμε – μπορεί να είναι ο Keith Richards, o Bruce Springsteen, για τέτοια ονόματα μιλάω, και 100 απ’ αυτούς είναι από την Ευρώπη, οι περισσότεροι από την Βρετανία».
Με αφορμή το ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του
-Τι ακριβώς καταγράφει η ταινία;
«Υπάρχουν παράλληλα και ελληνικά γεγονότα που έχουν σχέση κυρίως με τη μουσική, αλλά και με την πολιτικοκοινωνική κατάσταση στα χρόνια του ’60, όταν μεγάλωνα και αργότερα όταν ξεκίνησα το ραδιόφωνο. Σε ένα οδοιπορικό στην Αμερική, το ντοκιμαντέρ με ακολουθεί σε ένα από τα ταξίδια μου στις ΗΠΑ, όπου εκεί συνδέσαμε τη γέννηση του ροκ εν ρολ με τη δεκαετία του ’60, κάναμε γυρίσματα στο Σαν Φραντσίσκο, επισκεφτήκαμε τα κλαμπ του Λος ¨Αντζελες όπως το Roxy και το Whiskey A-Go-Go και μίλησαν διάφοροι για μένα, από θρυλικά συγκροτήματα…»
-Εμφανίζονται επώνυμοι σταρ να μιλούν για σας;
«Πάρα πολλοί και όχι μόνο από τον χώρο της μουσικής, αλλά και της πολιτικής ή της δημοσιογραφίας. Θα εμφανιστεί σε φεστιβάλ ως ταινία μικρού μήκους, αλλά και στην τηλεόραση ως τηλεταινία. Ο τίτλος του είναι Once In A Lifetime, από το ομώνυμο τραγούδι των Τalking Heads».
-Μιλήστε μας λίγο για την εκπομπή σας στο Γ’ Πρόγραμμα της Ελληνικής ραδιοφωνίας.
«Θεωρώ ότι η εκπόμπή μου με τον Κώστα Ζουγρή, τόσα χρόνια, από τις 4 στις 5, δεν είναι μια απλή μουσική εκπομπή, αλλά σχεδόν μια δημοσιογραφική μουσική εκπομπή, με πληροφορίες και αποσπάσματα από ξένο Τύπο, με σχόλια και ειδήσεις. Πολλοί θεατές, παραπονέθηκαν όμως πλέον, ότι ενταγμένη στο ειδησεογραφικό τμήμα του ραδιοφώνου, διακοπτόταν συχνά από ειδήσεις και έκτακτες συνδέσεις, ειδικά τον τελευταίο καιρό. Έτσι, με την Μαργαρίτα Μυτιληναίου και τον Παπαδημητρίου, βρήκαμε τη λύση― να συνεχίζουμε την εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα, ένα σταθμό υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου και διαφορετικών ακροατών από αυτούς που με ακούν στην ΕΡΤ. Πρόκειται για ένα νέο συναρπαστικό ταξίδι στο χώρο της κλασικής μουσικής, που έχουμε ξεκινήσει εδώ και 2μισι χρόνια με τον συνεργάτη μου Κώστα Ζουγρή, από τις 5 ως τις 6 κάθε απόγευμα. Χωρίς να προσβάλλουμε τους ακροατές του Τρίτου που είναι φίλοι της κλασικής μουσικής, συνδυάζουμε στοιχεία του ροκ – συγκροτήματα που έχουν επηρεαστεί από την κλασική μουσική, που είναι πάμπολλα, παρουσιάζοντας τραγούδια ροκ και σοουλ που βασίστηκαν σε κλασικές συνθέσεις, του Μπαχ , του Μπετόβεν ή του Στραβίνσκι. Τα μηνύματα που παίρνουμε είναι ενθουσιαστικά, από ανθρώπους που ούτε το φαντάζονταν ποτέ ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο και σε τέτοια έκταση».
-Απ’ όσο ξέρω, δεν πρέπει να υπάρχει αντίστοιχη εκπομπή παγκοσμίως.
«Έτσι είναι. Γι’ αυτό και συνεχώς ανακαλύπτουμε κομμάτια, χάρη και στο πλεονέκτημα του ότι εκμεταλλεύομαι για την ραδιοφωνία, όλη αυτή την πληθώρα δίσκων βινυλίου της ιδιωτικής μου συλλογής, με τραγούδια που αρχίζουν από ’40 και φτάνουν μέχρι το 2009».
Και από αυτό πώς φτάνουμε στο βιβλίο σας ― «Από το Ροκ στην Κλασική»;
«Τα τελευταία χρόνια, με τον Κώστα Ζουγρή, σκεφτήκαμε κάτι που δεν είχα κάνει παλιότερα, μια σειρά βιβλίων που θα είναι οδηγοί στους νεότερους αλλά και στους παλιότερους, όχι μόνο της δισκογραφίας αλλά και όλων των γνώσεων που έχουμε συγκεντρώσει…
Έτσι, κτυκλοφόρησαν αρχικά Τα Τραγούδια του Αιώνα, Τα Άλμπουμ του Αιώνα, Τα Τραγούδια των Ελλήνων – με περισσότερες από 500 συμμετοχές συνθετών και ερμηνευτών που επιλέγουν το δικό τους «τραγούδι της ζωής τους», Το βιβλίο των 30 χρόνων της Εκπομπής, Τα Σάουντρακ του Αιώνα και το πιο πρόσφατο Από το Ροκ Στην Κλασική, ένα βιβλίο που κατά κάποιο τρόπο συμπληρώνει τα Αλμπουμ του Αιώνα, με ροκ δίσκους και βασικούς κλασικούς συνθέτες.
Η κλασική προηγήθηκε της ροκ, είναι μια μαγευτική αξεπέραστη μουσική, το ίδιο όμως θα γίνει και με πάρα πολλά που έχουν βγάλει οι καλλιτέχνες του ροκ τις επόμενες δεκαετίες. Ήδη συμβαίνει. Γιατί όταν βλέπεις ότι έχουν περάσει 40 χρόνια από το Dark Side of The Moon των Pink Floyd και το ενδιαφέρον του κοινού, αντί να μειώνεται αυξάνει, βλέπεις καθαρά ότι είναι από τα classics του μέλλοντος».
Ένα αναπάντεχο email
«Μια από τις πιο σπουδαίες στιγμές της εκπομπής μου όλα αυτά τα χρόνια, είναι η επαφή με τους ακροατές. Από τα γράμματα της δεκαετίας του ’80, μέχρι τα emails των τελευταίων χρόνων και τα καθημερινά sms. Ένα από τα πιο συναρπαστικά email που έλαβα τελευταία ήταν πριν από 20 μέρες περίπου από κάποιον Εrnesto Lechner, γεννημένο στην Αργεντινή, που ηθρε στην Ελλάδα στα 9 του και έζησε στη Ρόδο. Εδώ πρωτάκουσε εκπομπές μου, απομονωμένος από του φίλους που είχε χάσει, έγινε πιστός ακροατής της εκπομπής μου. Δέκα χρόνια αργότερα, έφυγαν από την Ελλάδα και μετακόμισαν στο Λος Άντζελες απ΄ όπου μου έστελνε και αυτό το mail: “Aυτό που θέλω να σου πω”, κατέληγε, “είναι ότι τώρα είμαι ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος, χάρη στις εκπομπές και όσα έμαθα από σένα, που με οδήγησαν να κάνω αυτό το επάγγελμα. Αρθρογραφώ στους LA Times και δίνω κομμάτια και στο Rolling Stone και τη Chicago Tribune ενώ μόλις τελείωσα και ένα βιβλίο για το ροκ στη Λατινική Αμερική”…»!
Με τους Mungo Jerry στην Αθήνα (Γλυφάδα).
Αντί επιλόγου«Στη διάρκεια όλων αυτών των ετών της καριέρας μου, με ραδιόφωνο, τηλεόραση, έντυπα, δισκογραφία, κάθε φορά που θεωρούσα ότι έκλεινε ένας κύκλος μου, έφευγα. Ακόμη κι όταν μπορούσα να είχα συνεχίσει. Από όλα αυτά, το ραδιόφωνο ήταν και είναι η μεγαλύτερη αγάπη μου και ο κύκλος του ελπίζω να μην κλείσει ποτέ».
-Γιάννης Πετρίδης
Σημείωση: Όλες οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Γ. Π.
Πηγή, karmawebradio.webmode.gr
(αναρτήθηκε από pisostapalia.blogspot.gr / απέραντο γαλάζιο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου