Μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία βίωσε μια από τις χειρότερες περιπτώσεις υπερπληθωρισμού στη νεότερη ιστορία.
Το γερμανικό μάρκο έπεσε από τα 4.2 στα 8.9 μάρκα ανά δολάριο ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του μεγάλου πολέμου, αλλά με τις πολεμικές αποζημιώσεις που έπρεπε να πληρώνει, η οικονομία κατέρρευσε με την ισοτιμία να διαμορφώνεται σε 4.200.000.000.000 μάρκα ανά δολάριο, έως τα τέλη του 1923.
Ο ρυθμός του πληθωρισμού ήταν 3.250.000% ανά μήνα. Οι τιμές των αγαθών διπλασιάζονταν κάθε δύο ημέρες. Το νόμισμα δεν είχε πλέον καμία αξία και τα παιδιά χρησιμοποιούσαν τα χρήματα σαν τουβλάκια της Lego.
Κατά τη διάρκεια του υπερπληθωρισμού οι άνθρωποι έλεγαν: είναι φθηνότερο να καις τα χρήματα παρά να αγοράζεις καυσόξυλα.
Έως τα μέσα του 1923, οι εργάτες συχνά πληρώνονταν τρεις φορές την ημέρα. Oι γυναίκες τους έτρεχαν να τους συναντήσουν και πήγαιναν βιαστικά στα μαγαζιά να ανταλλάξουν τα χρήματα με αγαθά. Παρόλα αυτά, ως τότε, όλο και πιο συχνά, τα μαγαζιά ήταν άδεια.
Οι αγρότες αρνούνταν να προμηθεύσουν τη παραγωγή στις πόλεις με αντάλλαγμα άχρηστο χαρτί.
Οι απαραίτητες προϋποθέσεις για τον διαρκή υπολογισμό των εμπορικών συναλλαγών με τα δισεκατομμύρια και τα τρισεκατομμύρια, έκανε πρακτικά αδύνατο να γίνουν δουλειές με χαρτονομίσματα.