Σελίδες

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Η φτώχεια δεν είναι σοσιαλισμός, ο πλούτος είναι υπέροχος

Του Στέφανου Κασιμάτη

Καταλαβαίνω ότι ο ίδιος, αν μπορούσε να το ακούσει αυτό, δεν θα συμφωνούσε καθόλου· αλλά ο Ούγκο Τσάβες μάλλον ήταν τυχερός που πέθανε νωρίς. Αυτό ισχύει, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι έθετε τις ιδέες του πάνω από τον εαυτό του και την τύχη του - αν και, πολύ συχνά, στις περιπτώσεις χαρισματικών ηγετών αυτοκρατορικού τύπου, προσωπική ύπαρξη και ιδέες ταυτίζονται σε τέτοιο σημείο, ώστε να είναι σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσεις τα δύο. Ομως, η συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατός του στα πλήθη των φτωχών της Βενεζουέλας (φτωχών, αλλά και απολύτως καταφρονεμένων από το προηγούμενο καθεστώς) είναι πολύ πιθανό να δίνει παράταση ζωής στο κοινωνικοπολιτικό πείραμα της «Μπολιβαριανής επανάστασής» του, το οποίο εδώ και μερικά χρόνια έρχεται αντιμέτωπο με τις εγγενείς αντιφάσεις του και προβλήματα ολοένα μεγαλύτερα.
Ο «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα», όπως παρουσίαζε την πολιτική του ο μακαρίτης, ήταν ένα συνονθύλευμα δικής του επινοήσεως, ένα τουρλού αριστερού λαϊκισμού, χωρίς ιδεολογικό βάθος και επεξεργασμένες πολιτικές, του οποίου η συνοχή δεν βρισκόταν στις ιδέες, αλλά στο συναίσθημα: γνήσια έγνοια για τις μάζες που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και εξίσου ειλικρινής απέχθεια για τη μεσαία και την ανώτερη τάξη, τους ιδιοκτήτες γης, τους κεφαλαιούχους, τις κοινωνικές ελίτ κάθε είδους και, γενικώς όλους εκείνους που αποκαλούσε συλλήβδην «η «βρωμερή τάξη». Από τις αρκετές προσπάθειες, που έκανε τα πρώτα χρόνια ως ηγέτης, να προσδώσει θεωρητικό βάθος και συνεκτικότητα στον «τσαβισμό», κυρίως εισάγοντας θεωρητικούς της Αριστεράς από την Ευρώπη, καμία δεν ευδοκίμησε.
Ομως, με τη χαρισματική προσωπικότητα που είχε, τι του χρειαζόταν η θεωρία; Ο Τσάβες ήταν ο «τσαβισμός». Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που αναφέρει ο ειδικευμένος στη Λατινική Αμερική Ιρλανδός δημοσιογράφος και συγγραφέας Ρόρι Κάρολ. Η τηλεόραση παρακολουθεί τον Τσάβες καθώς περιδιαβάζει τους δρόμους του Καράκας, ενώ κόλακες και οπαδοί τον περιτριγυρίζουν χαρωπά και όλοι μαζί τραγουδούν. Ξαφνικά ο Τσάβες κοκαλώνει. Δείχνει το κτίριο ενός εμπορικού κέντρου, όπου εργάζονται κάπου 2.000 άνθρωποι και ζητεί επιτόπου από τον δήμαρχο να το απαλλοτριώσει και να το κάνει πολιτιστικό κέντρο. Ενα χρόνο αργότερα, κατά τον Κάρολ (που, σημειωτέον, γράφει για τον Guardian...) το κτίριο παρέμενε κλειστό και είχε αρχίσει να ρημάζει.
Το συγκεκριμένο περιστατικό αποτυπώνει και την προσέγγιση του Τσάβες στην οικονομία, διότι και στο πεδίο αυτό η πολιτική του ήταν το προϊόν ενός αυθορμητισμού που καθορίζεται από εμπάθειες και εμμονές. Παραφράζοντας τη γνωστή κινεζική παροιμία, που χρησιμοποιούσε συχνά ο Ντενγκ Ξιάο Πινγκ, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Τσάβες μοίρασε στους φτωχούς της χώρας του ψάρια, αλλά δεν τους έμαθε να ψαρεύουν. Χρησιμοποίησε τον πλούτο της πετρελαιοπαραγωγού Βενεζουέλας για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των αδύναμων της κοινωνίας. Ξόδεψε αφειδώς για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την εκπαίδευση, ακόμη και για την απευθείας διανομή τροφίμων στους φτωχούς. Αγνόησε όμως -και μάλλον ποτέ δεν κατάλαβε, παραδομένος στις ιδεολογικές εμμονές του- τον μηχανισμό που παράγει τον πλούτο.
Παρέλαβε το δημόσιο χρέος στα 28 δισ. δολάρια και το παρέδωσε στα 90, παρότι στα δεκατέσσερα χρόνια της εξουσίας του (1999-2013) η τιμή του αργού σχεδόν δεκαπλασιάστηκε. Στο ίδιο διάστημα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις έπεσαν από το 2,9% του ΑΕΠ στο 1,7%, η αξία των εισηγμένων στο χρηματιστήριο του Καράκας εταιρειών έπεσε από το 7,6% του ΑΕΠ στο 1,6%, η δε παραγωγή πετρελαίου μειώθηκε από τα 3,2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως στα 2,5, ενώ συγχρόνως αυξήθηκαν δραματικά τα ατυχήματα στα διυλιστήρια λόγω της στασιμότητας στις επενδύσεις. Ο πληθωρισμός υπολογίζεται ότι τρέχει πλέον στο 22% και η επιβολή πλαφόν στις τιμές προκαλεί ελλείψεις ειδών πρώτης ανάγκης, με αποτέλεσμα την εκτόξευση της εγκληματικότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία ανεξάρτητων αρχών, ο αριθμός των ανθρωποκτονιών είναι τετραπλάσιος του Μεξικού, που μαστίζεται από τον πόλεμο των καρτέλ των ναρκωτικών και σχεδόν διπλάσιος της Κολομβίας, που αντιμετωπίζει δύο εξεγέρσεις ανταρτών.
Τι σημαίνουν αυτά; Οτι οι εκτεταμένες κρατικοποιήσεις στους λεγόμενους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, η κομματικοποίηση του κράτους και το αναπόφευκτο επακόλουθό της -η διαφθορά- ο εξοβελισμός της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, καθώς και η διεθνής απομόνωση της χώρας δεν δημιούργησαν συνθήκες στην οικονομία, οι οποίες να υπόσχονται μακροπρόθεσμα τη συνολική βελτίωση της ζωής των φτωχών και τη χειραφέτησή τους από την αθλιότητα. Απλώς, οι άμεσες παροχές κατέστησαν τις μάζες, που τώρα τον θρηνούν με ανυπόκριτη συντριβή, εξαρτημένες από την προσωπικότητά του και το καθεστώς που επέβαλε. Υπό το πρίσμα αυτό, η οικονομική και κοινωνική πολιτική του Τσάβες είναι στον αντίποδα του παραδείγματος της Βραζιλίας του Λούλα, αλλά και της Ουρουγουάης και της Χιλής, χωρών στις οποίες η κοινωνική πολιτική συνδυάστηκε αρμονικά με την προσέλκυση επενδύσεων και την επέκταση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. «Η φτώχεια δεν είναι σοσιαλισμός· ο πλούτος είναι υπέροχος», έλεγε ο Ντενγκ, ο αναμορφωτής της Κίνας. Ο Τσάβες όμως δεν ενδιαφερόταν για τη δημιουργία πλούτου. Του αρκούσε να ξοδεύει τον πλούτο που αναβλύζει από το υπέδαφος της Βενεζουέλας ως καύσιμο της εξουσίας του.
Ο Τσάβες ήταν αναμφισβήτητα μεγάλη ηγετική προσωπικότητα, ο ρόλος του όμως ήταν κάθε άλλο παρά «καταλυτικός στην εμβάθυνση της δημοκρατίας», όπως ανέφερε η γελοιωδέστατη συλλυπητήρια ανακοίνωση του ΠΑΣΟΚ. Αντιθέτως, ήταν εχθρός της δημοκρατίας: απέτυχε μεν να την ανατρέψει με το πραξικόπημα του 1992, πέτυχε όμως να τη διαβρώσει με τον λαϊκισμό, εκμεταλλευόμενος τη χαρισματικότητα της προσωπικότητάς του και τη μακροχρόνια εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας. Σταδιακά, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια στην εξουσία, όλοι οι θεσμοί της χώρας -δικαιοσύνη, εθνοσυνέλευση, κεντρική τράπεζα, ΜΜΕ- είχαν γίνει πια αθύρματά του.
Εκτός από την ιδεολογική συνάφεια, ίσως η γοητεία που ασκεί η μορφή του Τσάβες στη δική μας εκδοχή της ριζοσπαστικής Αριστεράς να οφείλεται σε δύο ομοιότητες: πρώτον, ότι ο Τσάβες αναδείχθηκε στην ηγεσία της χώρας του χωρίς να διαθέτει κανένα σχέδιο για την οικονομία· και, δεύτερον, ότι την άνοδό του διευκόλυνε ένα παρελθόν σαράντα ετών διεφθαρμένου δικομματισμού. Αυτό όμως που κάνει όλη τη διαφορά είναι ότι η Βενεζουέλα διαθέτει τα μεγαλύτερα διαπιστωμένα κοιτάσματα πετρελαίου στον κόσμο, ενώ η Ελλάδα διαθέτει ελαιόλαδο, την αξία του οποίου δεν ξέρει πώς να τη μεγιστοποιήσει εμπορικά.
«Σοσιαλισμός ή θάνατος» ήταν το σύνθημα που είχε επιβάλει εξ αρχής ο Τσάβες, ώσπου τον τελευταίο καιρό το ξέχασε - είχε αρρωστήσει και δεν ήθελε αναφορές στον θάνατο. Ως προς τον ίδιο, πάντως, την απάντηση στο δίλημμα τη γνωρίζουμε. Μένει να δούμε και την απάντηση για τη Βενεζουέλα...
kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου