Χρόνια πολλά και καλά στον σπουδαίο μας ηθοποιό, Γιάννη Βόγλη που κλείνει σήμερα τα 78 του χρόνια. Δραματικός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, έχει διαγράψει πλούσια και πετυχημένη πορεία, που χαρακτηρίζεται από τη δυναμική και πληθωρική παρουσία του στη σκηνή ή στο πανί, σε δύσκολους και απαιτητικούς ρόλους. Πρωταγωνίστησε στην εμβλματική ταινία “Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο” (1966) και για την έξοχη ερμηνεία του απέσπασε τα εύσημα κοινού και κριτικών και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη. Έχει συνεργαστεί με αξιόλογους ηθοποιούς στο θέατρο, όπως η Έλλη Λαμπέτη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι, ενώ έχει ασχοληθεί και με την σκηνοθεσία.
Σελίδες
▼
Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015
Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015
Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου
Από την προετοιμασία απόκρυψης των επιτύμβιων γλυπτών του Μουσείου.
(Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).
ΑΘΗΝΑ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου.
Του Κώστα Πασχαλίδη
Επί έξι μήνες πριν από την εισβολή των Γερμανών μια ομάδα από εργάτες και αρχαιολόγους έσκαβε τα δάπεδα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για να θάψει εκεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η Αθήνα: τους κούρους και τις ληκύθους της.
Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του. Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή. Η εύθραυστη ευρωπαϊκή τάξη του Μεσοπολέμου ήταν αισθητή στις ελληνικές κυβερνήσεις πολύ καιρό πριν από την κήρυξη του πολέμου. Από το 1937 η κυβέρνηση Μεταξά είχε ξεκινήσει αλληλογραφία με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, προκειμένου να εκπονηθεί από κοινού ένα πλήρες σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από τις αεροπορικές επιδρομές και από το ενδεχόμενο των οδομαχιών εντός των πόλεων.
Στην επίμονη απαίτηση του κράτους να συνταχθούν κατάλογοι και να ταξινομηθούν τα αρχαία σε κατηγορίες με βάση τη σπουδαιότητά τους οι αρχαιολόγοι της Υπηρεσίας υποστήριζαν σταθερά ότι δεν υπήρχε δυνατότητα επιλογής και ότι όλα τα αρχαία (εκτεθειμένα και αποθηκευμένα) έπρεπε να διασωθούν σε περίπτωση πολέμου. Μάλιστα, ο Νικόλαος Κυπαρίσσης, Έφορος Αρχαιοτήτων Αθηνών (Αττικής και Μεγαρίδος εκτός Πειραιώς), σε εμπιστευτική του έκθεση προς το υπουργείο στις 11 Αυγούστου 1937 αναφέρει ότι, αντί να δαπανηθούν μεγάλα ποσά για την κατασκευή καταφυγίων για ορισμένα από τα αρχαία, θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν σε νέους χώρους φύλαξης, ασφαλείς από φωτιά και βομβιστικές επιθέσεις, σε κηρυγμένες «αρχαιολογικές πόλεις», οι οποίες με διεθνείς συμβάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιερές και απαραβίαστες. Και υπέδειξε την περιοχή της Ακρόπολης ως μία από αυτές. Ωστόσο, η πραγματικότητα διέλυσε τις ελπίδες και τις λιγοστές αμφιβολίες για το επερχόμενο κακό. Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση του κινδύνου των καταστροφών εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου.
Στις 18 Ιουνίου 1940 ο υφυπουργός Παιδείας Ν. Σπέντζας ανακοίνωσε με εμπιστευτικό του έγγραφο ότι «Από σήμερον απαγορεύομεν την χορήγησιν κανονικών αδειών, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου». Με την κήρυξη του πολέμου τέσσερις μήνες μετά, η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε αστραπιαία. Με έγγραφό της στις 11 Νοεμβρίου 1940 που απεστάλη σε όλες τις τοπικές διευθύνσεις, εξέδωσε ειδικές τεχνικές οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους». Σε αυτές προβλέπονταν δύο τρόποι ασφάλισης των ογκωδών και μη μετακινήσιμων εκθεμάτων. Ο πρώτος ήταν «διά της περικαλύψεως του αγάλματος διά γαιοσάκκων, αφ' ου προηγουμένως τούτο περιβληθή δι' ενός ξυλίνου ικριώματος επενδεδυμένου διά σανίδων ως το υπόδειγμα» και ο δεύτερος, που προκρίθηκε ως αποτελεσματικότερος, με την κατάχωση των αγαλμάτων εντός του δαπέδου της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων. Η μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.
Η απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου ΕΑΜ 2720 στο όρυγμα που είχε διανοιχθεί μπροστά από το βάθρο του. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμός. Με υπουργική απόφαση συστάθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας. «Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του μουσείου. Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω. «Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερ' από τον πόλεμο, ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης» αφηγείται η Σέμνη Καρούζου.
«Τον Οκτώβριο του 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής» θυμάται σε συνέντευξή του ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης. «Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα... Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή». Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα αγγεία και τα ειδώλια, καθώς και με τα χάλκινα έργα, τοποθετούνταν στις ημιυπόγειες αποθήκες της επέκτασης του μουσείου, που είχε μόλις ολοκληρωθεί προς την οδό Μπουμπουλίνας. Μετά τη συμπλήρωση των χώρων, τα δωμάτια γεμίζονταν μέχρι την οροφή με στεγνή άμμο, προκειμένου να αντέξουν τη διάρρηξη της τσιμεντένιας πλάκας της οροφής τους από ενδεχόμενο βομβαρδισμό. Ένα στιγμιότυπο αυτής της εργασίας του εγκιβωτισμού αποτυπώθηκε σε μία ξεχωριστή φωτογραφία, τη μόνη που εικονίζει τους τεχνίτες του μουσείου σε μια στιγμή ανάπαυλας να κοιτούν ανέκφραστοι τον φακό, ανθρώπους που αναρωτιέται κανείς για την τύχη τους τους σκληρούς μήνες της αθηναϊκής Κατοχής. Η Σέμνη Καρούζου διέσωσε το όνομα ενός από αυτούς: «Σε όλη την εργασία του ξεριζώματος και του εγκιβωτισμού των αρχαίων της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνημάτων πρωτοστατούσε ο μακαρίτης αρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, ένας από τους τεχνίτες που τόσα προσέφεραν και προσφέρουν στην ανάδειξη και την ασφάλεια των αρχαίων». Ταυτόχρονα με τα αρχαία εγκιβωτίστηκαν και οι πολύτιμοι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων του. Τα κιβώτια αυτά παραδοθήκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου 1940. Στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά και με τα άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών. Ήταν η πράξη του τέλους μιας εξάμηνης επιχείρησης που πέτυχε να ασφαλίσει τον αμύθητο πλούτο του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας. «Η όψη του μουσείου τον Απρίλη του 1941, γυμνωμένου από όλο το περιεχόμενό του, ήταν μια εικόνα ερήμωσης. Οι τοίχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλών αιθουσών σκαμμένα, οι προθήκες άδειες». Ήταν η εικόνα που αντίκρισαν οι Γερμανοί αξιωματικοί το πρωί της Δευτέρας 28 Απριλίου. Της πρώτης μέρας της αθηναϊκής Κατοχής.
Ένα από τα ορύγματα με τα αμήχανα πλήθη των αγαλμάτων
Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν το μουσείο δεν παρέμεινε έρημο. Καταλήφθηκε από δημόσιες υπηρεσίες. Στη μεγάλη Μυκηναία Αίθουσα στεγάστηκε η Κρατική Ορχήστρα. Σε ένα μεγάλο μέρος της δυτικής πλευράς, δεξιά από την είσοδο, εγκαταστάθηκε το Κεντρικό Ταχυδρομείο. Στις αίθουσες του πρώτου ορόφου επί της οδού Μπουμπουλίνας λειτούργησαν οι υπηρεσίες του υπουργείου Πρόνοιας, ενώ σε μια αίθουσα του παλαιού κτιρίου προς την οδό Τοσίτσα εγκαταστάθηκε μια ειδική Υγειονομική Υπηρεσία, απ' όπου «περνούσαν υποχρεωτικά δυστυχισμένες νέες γυναίκες, απόκληρες της κοινωνίας» όπως διασώζει η Σέμνη Καρούζου. Σε μια γωνιά του νέου κτιρίου έμεινε λιγοστός χώρος για τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, όπου συγκεντρώθηκε η άχρηστη πια σκευή του, το πλήθος των άδειων προθηκών, ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Σε ένα από τα υπόγεια της νέας πτέρυγας παρασκευαζόταν το συσσίτιο των φυλάκων και των αρχαιολογικών υπαλλήλων, με τα πυκνά ίχνη από τους καπνούς του να παραμένουν μέχρι σήμερα σε σημεία της οροφής. Παρά την απώλεια του χαρακτήρα του, το κτίριο παρέμεινε αλώβητο μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ως τις «ημέρες του δεκεμβριανού εφιάλτη», όταν οι «πολυβολισμοί των αεροπλάνων» κατέκαψαν μέρος της ξύλινης στέγης του και ένα τμήμα του πρώτου ορόφου διαμορφώθηκε σε φυλακές των κρατουμένων. Ορισμένοι από τους διάτρητους από τις οβίδες τοίχους διατηρούνται ακόμα και σήμερα, μεταξύ των γραφείων όπου εργάζεται το προσωπικό του Μουσείου. Και παρά τη μακρά και επίπονη αποκατάσταση του κτιρίου και των εκθέσεών του τα μεταπολεμικά χρόνια, ήσαν πολλές οι κρυμμένες εκπλήξεις που έρχονταν σποραδικά στο φως. Ακόμα και η δεύτερη, εκ βάθρων ανακαίνισή του, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ήταν η αφορμή να ανακαλυφθούν και άλλα από τα καλά θαμμένα μυστικά του. Να ήταν, άραγε, τα τελευταία; Ζώντας και δουλεύοντας κανείς ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, γνωρίζει πως δεν του επιτρέπεται να διατυπώνει τέτοιες εκφράσεις χρονικής βεβαιότητας.
Στιγμιότυπο από τον εγκιβωτισμό του αμφορέα Α 803.
Ο Κώστας Πασχαλίδης είναι Ιστορικός και Αρχαιολόγος, Επιμελητής Αρχαιοτήτων στην Προϊστορική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Πηγή: Lifo.gr
Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015
Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015
Η Αθήνα της δεκαετίας του '90
Μια βόλτα στους δρόμους της Αθήνας των 90s.
Μας χωρίζουν πλέον 25 χρόνια από το ξεκίνημα εκείνης της δεκαετίας. Μιας δεκαετίας, που μπήκαν τα θεμέλια για μερικές από τις σημαντικότερες αλλαγές που γνώρισε η πρωτεύουσα, όσον αφορά τις υποδομές της.
Το 1992 έγινε η αρχή για τη κατασκευή των νέων γραμμών (2 & 3) του Μετρό. Η Αθήνα θα αποκτούσε, επιτέλους, ένα σύγχρονο και αξιόπιστο μέσο μαζικής μεταφοράς. Ένα έργο πνοής, ίσως το σημαντικότερο από όλα όσα έγιναν τα προηγούμενα χρόνια.
Σημαντική ήταν και η κατασκευή του νέου Διεθνούς Αεροδρομίου στα Σπάτα, με αποτέλεσμα η δεκαετία του '90 να αποτελέσει την αρχή του τέλους για το αεροδρόμιο στο Ελληνικό.
Βέβαια δεν πρέπει να παραλείψουμε τη κατασκευή της Αττικής Οδού, που ξεκίνησε το 1997.
1990: Η Πλατεία Ομονοίας στη γνωστή κυκλική μορφή της. Τελευταία προσθήκη ο Δρομέας, του Κώστα Βαρότσου, που είχε τοποθετηθεί εκεί το 1988 επί δημαρχίας Μιλτιάδη Έβερτ. Αργότερα, το γυάλινο γλυπτό θα μεταφερθεί σε νέα θέση, απέναντι από το Χίλτον, όπου στέκει ως σήμερα. Αφορμή, οι εργασίες για τη κατασκευή του Μετρό. Στην περίοδο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, η πλατεία θα αλλάξει μορφή, ενώ θα ισχύσουν νέες κυκλοφοριακές ρυθμίσεις. Το αποτέλεσμα ήταν (και είναι) σαφώς υποδεέστερο. Η κυκλική πλατεία-κόμβος που αποτέλεσε το έμβλημα της σύγχρονης Αθήνας κατά τη δεκαετία του '60, πέρασε στην ιστορία και πλέον ζει μόνο στις αναμνήσεις μας.
Ομόνοια 1992 (photo by Graham Elgin)
H οδός Αγίου Κωνσταντίνου, στη συμβολή με την οδό Ακομινάτου, τον Αύγουστο του 1991
1990. Κίνηση επί της Λεωφ. Βασιλέως Κωνσταντίνου, στο ύψος του Καλλιμάρμαρου.
Άποψη της πόλης, με φόντο τον Λυκαβηττό, γύρω στο 1990.
(photo by Nick Pellegrino)
Πατησίων 1991. (photo by Hans Olermann)
Η Πλατεία Συντάγματος, το 1991. Λήψη προς την οδό Όθωνος.
(photo by Hans Olermann)
Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, με το τρόλεϊ Νο 13 σε πρώτο πλάνο. Έτος, 1990.
(photo by Paul Haywood)
Πανεπιστημίου 1992.
Οδός 3ης Σεπτεμβρίου, 1994.
(photo by James Taylor)
Μάρτιος 1995. (photo by Tarantino Vincenzo)
Billy
(αρχείο bill files)
Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015
Φαίδων Γεωργίτσης: ο δρόμος προς την ηθοποιΐα
O Φαίδων Γεωργίτσης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 1939.
Εδώ και πολλές δεκαετίες αποτελεί έναν από τους αγαπημένους ηθοποιούς στη χώρα μας.
Παρόλα αυτά, ο πατέρας του τον προόριζε για αξιωματικό του Ναυτικού. Αξιωματικός και εκείνος, τον έστειλε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, όμως το αυστηρό περιβάλλον εκεί απωθούσε τον νεαρό Φαίδωνα. Έτσι, άρχισαν οι αποδράσεις. Μετά την τρίτη απόδραση, ο πατέρας του είχε τελικά πειστεί ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίσει στη Σχολή.
Λίγο αργότερα, αποφάσισε να πάει στο Λονδίνο με σκοπό να γίνει πιλότος. Όμως η πραγματικότητα τον... προσγείωσε απότομα. Τα δίδακτρα ήταν ακριβά και εκείνος αναγκαζόταν να κάνει διάφορες δουλειές για ελάχιστα χρήματα. Οι σπουδές έμειναν πίσω, όμως δεν αποφάσιζε να επιστρέψει στην Ελλάδα, από εγωισμό.
Φυσικά, κάποια στιγμή αναγκάστηκε να επιστρέψει "απογοητευμένος και ταπεινωμένος", όπως είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του, το 1969.
Επόμενος σταθμός... η Δραματική Σχολή.
Billy.
Πωλήσεις αυτοκινήτων Αύγουστος 2015
Ανοδικά κινήθηκε η αγορά αυτοκινήτου τον Αύγουστο, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα πέρσι, παρά το δυσμενές οικονομικό κλίμα.
Η κατηγορία των σουπερ-μίνι (Β) εξακλουθεί να είναι η πιο δημοφιλής στη χώρα μας, οπότε από εκεί προέρχονται και τα πιο εμπορικά μοντέλα.
Τον Αύγουστο, πρώτο σε πωλήσεις αναδείχθηκε το Toyota Yaris, με 401 μονάδες, ενώ το Renault Clio ήρθε 2ο με 261 μονάδες. Στη 3η θέση το νέο Opel Corsa, με 200 μονάδες.
Σε επίπεδο έτους, η Toyota εξακολουθεί να βρίσκεται στη κορυφή, διατηρώντας απόσταση ασφαλείας από τον ανταγωνισμό. Στο διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου, έχει πετύχει 5.792 πωλήσεις, με ποσοστό 10.9% επί του συνόλου.
Στη 2η θέση ακολουθεί η Nissan με 4.891 μονάδες (9.2%), ενώ 3η βρίσκεται η Volkswagen, σε απόσταση αναπνοής, με 4.804 μονάδες (9.1%).
Συγκεκριμένα, ταξινομήθηκαν 4.470 νέα επιβατικά οχήματα, έναντι 3.694 τον Αύγουστο του 2014, καταγράφοντας αύξηση 21%.
Στο σύνολο του έτους (Ιαν.-Αύγ.), οι πωλήσεις ανέρχονται σε 53.059 μονάδες, έναντι 48.790 μονάδων το 2014 (+8.7%)
Η Toyota κυριάρχησε, κερδίζοντας με άνεση τη 1η θέση των πωλήσεων. Η ιαπωνική εταιρία διέθεσε 588 μονάδες, με μερίδιο 13.2%.
Η Renault έκανε την έκπληξη, καταλαμβάνοντας τη 2η θέση της γενικής κατάταξης με 340 μονάδες (7.6%), ενώ 3η ακολούθησε η Οpel με 314 μονάδες (7.0%)
Ψηλά στην κατάταξη και η Mercedes, που με 300 μονάδες βρέθηκε στη 4η θέση. Η Volκswagen συμπλήρωσε τη πρώτη πεντάδα, με 284 μονάδες, ενώ καλή επίδοση είχε και η BMW, που ακολούθησε στην 6η θέση, με 267 μονάδες και ποσοστό 6.0%.
Αναλυτικότερα:
ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2015
|
|||
ΕΤΑΙΡΙΑ
|
ΠΩΛΗΣΕΙΣ
|
%
|
|
1
|
ΤΟΥΟΤΑ
|
588
|
13.2
|
2
|
RENAULT
|
340
|
7.6
|
3
|
OPEL
|
314
|
7.0
|
4
|
MERCEDES
|
300
|
6.7
|
5
|
VOLKSWAGEN
|
284
|
6.4
|
6
|
BMW
|
267
|
6.0
|
7
|
FORD
|
263
|
5.9
|
8
|
PEUGEOT
|
243
|
5.4
|
9
|
CITROEN
|
227
|
5.1
|
10
|
HYUNDAI
|
221
|
4.9
|
H Renault ήρθε στη 2η θέση των πωλήσεων τον Αύγουστο, με το Clio (photo) να αποτελεί το 2ο σε ταξινομήσεις μοντέλο της εγχώριας αγοράς.
Η κατηγορία των σουπερ-μίνι (Β) εξακλουθεί να είναι η πιο δημοφιλής στη χώρα μας, οπότε από εκεί προέρχονται και τα πιο εμπορικά μοντέλα.
Τον Αύγουστο, πρώτο σε πωλήσεις αναδείχθηκε το Toyota Yaris, με 401 μονάδες, ενώ το Renault Clio ήρθε 2ο με 261 μονάδες. Στη 3η θέση το νέο Opel Corsa, με 200 μονάδες.
Σε επίπεδο έτους, η Toyota εξακολουθεί να βρίσκεται στη κορυφή, διατηρώντας απόσταση ασφαλείας από τον ανταγωνισμό. Στο διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου, έχει πετύχει 5.792 πωλήσεις, με ποσοστό 10.9% επί του συνόλου.
Στη 2η θέση ακολουθεί η Nissan με 4.891 μονάδες (9.2%), ενώ 3η βρίσκεται η Volkswagen, σε απόσταση αναπνοής, με 4.804 μονάδες (9.1%).
Billy
Στοιχεία: ΣΕΑΑ
Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015
Πέθανε η σπουδαία ηθοποιός Βούλα Ζουμπουλάκη
Μια από τις πιο σημαντικές Ελληνίδες ηθοποιούς της σκηνής και της μεγάλης οθόνης, η Βούλα Ζουμπουλάκη, έφυγε το απόγευμα της Δευτέρας από τη ζωή, σε ηλικία 91 ετών.
Γεννημένη στο Κάιρο της Αιγύπτου στις 24 Σεπτεμβρίου του 1924, η Βούλα Ζουμπουλάκη θέλοντας να κάνει το χατίρι της οικογένειάς της μπαίνει στη Νομική Σχολή Αθηνών, ενώ παράλληλα σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Μονωδίας του Εθνικού Ωδείου.
Μαθήτρια ακόμα της σχολής του Εθνικού, γνωρίζει τον Δημήτρη Μυράτ με τον οποίο παντρεύεται στο Κάιρο το 1951. Η Μαρτίριο από το «Σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα», είναι ο πρώτος της σημαντικός ρόλος, στο θέατρο Κοτοπούλη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Στο ίδιο θέατρο, διευθυντής του οποίου ήταν ο Δημήτρης Μυράτ θα συνεχίζει με παραστάσεις όπως: «Φαύλος κύκλος» του Ψαθά, «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, «Επτά χρόνια φαγούρα» του 'Αξελροντ, «Η δικηγορίνα» του Βενέιγ, «Λυσσασμένη γάτα» του Ουΐλλιαμς κ.α.
Από το 1957, πρωταγωνιστεί στον θίασο του Δημήτρη Μυράτ στην «Υπόθεση Ντρέυφους» του Σκουλούδη, «Το φως της καρδιάς» του Ουΐλλιαμς, τους «Δίκαιους» του Καμί, το θρυλικό «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλλο κ.α.
Από το 1968 το θεατρικό σχήμα γίνεται «Θίασος Μυράτ - Ζουμπουλάκη» και συνεχίζουν με έργα όπως: «Εσθήρ» του Ρακίνα, «Απαγορευμένο τετράδιο» του Τσέσπεντες, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή», «Διάλογοι» του Πλάτωνα, «Εκάβη» του Ευριπίδη, «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλλο κ.α. Το Μετά το θάνατο του Δημήτρη Μυράτ το 1991, συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, και με το Μοντέρνο Θέατρο του Γιώργου Μεσσάλα.
Στον κινηματογράφο, όλοι την θυμόμαστε ως Αννέτα στην «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, να τραγουδά το «Εφτά τραγούδια θα σου πω», ενώ έχει παίξει ακόμα σε εννέα ταινίες. Για την τελευταία της ταινία τους «Αθηναίους» του Γιάννη Αλεξάκη, το 1990, απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Ποιότητας στην κατηγορία Β' ρόλου.
Η Βούλα Ζουμπουλάκη έχει τιμηθεί με το Α' Βραβείο Φεστιβάλ Λισσαβόνας (1964), με το Α'βραβείο ηθοποιίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1966 αλλά και με το Α' Έπαθλο Μ. Κοτοπούλη (καλύτερης ηθοποιού) το 1961.
Στις ελάχιστες τηλεοπτικές εμφανίσεις της ανήκει και η τηλεοπτική σειρά «Πορφυρα και αίμα» του Νίκου Φώσκολου, το 1978.
H κηδεία της Βούλας Ζουμπουλάκη θα γίνει την Παρασκευή από το Α' Νεκροταφείο στις 16.00.
Γεννημένη στο Κάιρο της Αιγύπτου στις 24 Σεπτεμβρίου του 1924, η Βούλα Ζουμπουλάκη θέλοντας να κάνει το χατίρι της οικογένειάς της μπαίνει στη Νομική Σχολή Αθηνών, ενώ παράλληλα σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Μονωδίας του Εθνικού Ωδείου.
Μαθήτρια ακόμα της σχολής του Εθνικού, γνωρίζει τον Δημήτρη Μυράτ με τον οποίο παντρεύεται στο Κάιρο το 1951. Η Μαρτίριο από το «Σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα», είναι ο πρώτος της σημαντικός ρόλος, στο θέατρο Κοτοπούλη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Στο ίδιο θέατρο, διευθυντής του οποίου ήταν ο Δημήτρης Μυράτ θα συνεχίζει με παραστάσεις όπως: «Φαύλος κύκλος» του Ψαθά, «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, «Επτά χρόνια φαγούρα» του 'Αξελροντ, «Η δικηγορίνα» του Βενέιγ, «Λυσσασμένη γάτα» του Ουΐλλιαμς κ.α.
Από το 1957, πρωταγωνιστεί στον θίασο του Δημήτρη Μυράτ στην «Υπόθεση Ντρέυφους» του Σκουλούδη, «Το φως της καρδιάς» του Ουΐλλιαμς, τους «Δίκαιους» του Καμί, το θρυλικό «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλλο κ.α.
Από το 1968 το θεατρικό σχήμα γίνεται «Θίασος Μυράτ - Ζουμπουλάκη» και συνεχίζουν με έργα όπως: «Εσθήρ» του Ρακίνα, «Απαγορευμένο τετράδιο» του Τσέσπεντες, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή», «Διάλογοι» του Πλάτωνα, «Εκάβη» του Ευριπίδη, «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλλο κ.α. Το Μετά το θάνατο του Δημήτρη Μυράτ το 1991, συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, και με το Μοντέρνο Θέατρο του Γιώργου Μεσσάλα.
Στον κινηματογράφο, όλοι την θυμόμαστε ως Αννέτα στην «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, να τραγουδά το «Εφτά τραγούδια θα σου πω», ενώ έχει παίξει ακόμα σε εννέα ταινίες. Για την τελευταία της ταινία τους «Αθηναίους» του Γιάννη Αλεξάκη, το 1990, απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Ποιότητας στην κατηγορία Β' ρόλου.
Η Βούλα Ζουμπουλάκη έχει τιμηθεί με το Α' Βραβείο Φεστιβάλ Λισσαβόνας (1964), με το Α'βραβείο ηθοποιίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1966 αλλά και με το Α' Έπαθλο Μ. Κοτοπούλη (καλύτερης ηθοποιού) το 1961.
Στις ελάχιστες τηλεοπτικές εμφανίσεις της ανήκει και η τηλεοπτική σειρά «Πορφυρα και αίμα» του Νίκου Φώσκολου, το 1978.
H κηδεία της Βούλας Ζουμπουλάκη θα γίνει την Παρασκευή από το Α' Νεκροταφείο στις 16.00.
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Νοκ Άουτ (1986)
Το Νοκ Άουτ, είναι μια (μαύρη) κωμωδία του 1986 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Παύλου Τάσιου.
(το σενάριο βασίζεται σε ιδέα του Γιώργου Κούνδουρου).
Υπόθεση: O Γιώργος είναι ένας νέος που αντιμετωπίζει προβλήματα, όπως και χιλιάδες άλλοι νέοι. Με τη διαφορά, ότι δεν μπορεί να τα διαχειριστεί.
Έχοντας επιλέξει το επάγγελμα του ηθοποιού, κυνηγάει μονίμως να βρει έναν ρόλο της προκοπής αλλά συνήθως μένει χωρίς δουλειά, ζει με δανεικά χρήματα, ενώ ο χωρισμός του με την Κατερίνα τον έχει διαλύσει ψυχολογικά. Το μόνο του στήριγμα φαίνεται να είναι ο φίλος του ο Κώστας.
Πολλές φορές νιώθει έντονο το αδιέξοδο και η απελπισία τον οδηγεί σε απόπειρες αυτοκτονίας που καταλήγουν πάντα σε... αποτυχία. Οι απόπειρες γίνονται όταν είναι ο Κώστας κοντά, ξέροντας ότι στο τέλος θα τον γλυτώσει!
Όμως, μια μέρα τα πράγματα σοβαρεύουν. Ένας μυστηριώδης άντρας, εκπρόσωπος μιας "εταιρίας", ειδοποιεί τον Γιώργο ότι θα φροντίσει να τον απαλλάξει από την άχαρη, γεμάτη προβλήματα, ζωή του.
Του διευκρινίζει, μάλιστα, ότι αυτό θα γίνει ανώδυνα εκεί που δεν το περιμένει.
Πλέον ο Γιώργος ζει καθημερινά μέσα στον φόβο. Παρά τις προφυλάξεις που παίρνει, η ανασφάλεια του γίνεται όλο και μεγαλύτερη.
Αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο μυστηριώδης άντρας είναι ο Φάνης, ένας λιγομίλητος τύπος που μπήκε πρόσφατα στη παρέα.
Κάποια στιγμή έρχεται σε επαφή μαζί του και του λέει ότι το μόνο που θέλει είναι να ζήσει. Εκείνος τότε του απαντάει ότι για να πείσει, δεν αρκεί να το λέει αλλά πρέπει να το δείχνει κιόλας.
Έτσι ο Γιώργος αποφασίζει να ξεφύγει από τη μιζέρια και να βάλει τη ζωή του σε μια τάξη. Είναι ο μόνος τρόπος για να γλυτώσει από την "εταιρία" και να κερδίσει όλα όσα έχασε το προηγούμενο διάστημα... ακόμα και την Κατερίνα.
Παίζουν: Γιώργος Κιμούλης, Κώστας Αρζόγλου, Φάνης Χηνάς, Κατερίνα Ραζέλου, Χάρης Εμμανουήλ, Μιχάλης Γούναρης, Εμμανουέλα Αλεξίου, Ελένη Ράντου, Τάνια Καψάλη, Χρύσα Σαμαρά, Γιάννης Θωμάς, Δημήτρης Γιαννακόπουλος, Σταμάτης Παγασαίος,
O Φάνης Χηνάς σε σκηνή της ταινίας.
Η μουσική σύνθεση είναι του Γιώργου Χατζηνάσιου.
Το ομώνυμο τραγούδι των τίτλων ερμηνεύει ο Παύλος Σιδηρόπουλος.
Εταιρία παραγωγής: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου & Π. Τάσιος ΕΠΕ
Η ταινία κέρδισε 4 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1986 (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, Α' αντρικού ρόλου και Β' αντρικού ρόλου).
Προβλήθηκε τη σαιζόν 1986-1987.
Billy
Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015
Η ελληνική αγορά αυτοκινήτου το 1982
Το 1982, η Ελλάδα έχει περάσει πλέον
στην εποχή της “Αλλαγής”. Πιο αισιόδοξο
είναι το κλίμα και στην αγορά αυτοκινήτου. Μετά την καθίζηση που υπέστη το 1980 και τα χαμηλά επίπεδα που διατηρήθηκε το 1981 (παρά την αύξηση των πωλήσεων),
το 1982 οι πωλήσεις νέων επιβατικών αυτοκινήτων κατέγραψαν άνοδο κατά 71% !
Συγκεκριμένα, διατέθηκαν 79.981
μονάδες, έναντι 46.860 την προηγούμενη χρονιά.
Είναι η εποχή όπου το κυκλοφοριακό και η μόλυνση του περιβάλλοντος στα μεγάλα αστικά κέντρα, έχουν αρχίσει να απασχολούν σοβαρά (;) τους αρμόδιους και όχι μόνο.
Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ καθιερώνει τον "δακτύλιο" και τα "μονά-ζυγά" (ή "μικρά-μεγάλα"). Η εκ περιτροπής κυκλοφορία των Ι.Χ στο κέντρο της Αθήνας, είχε αρχικά εφαρμοστεί το 1979 ως προσωρινό μέτρο, με σκοπό την εξοικονόμηση καυσίμων λόγω της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης.
Το 1982 κυκλοφορούσαν στη πρωτεύουσα 535.877 επιβατικά αυτοκίνητα, εκ των οποίων τα 521.753 ήταν ιδιωτικής χρήσης.
Με την σημαντική αύξηση των πωλήσεων, αντίστοιχη αύξηση σημειώθηκε και στα δημόσια έσοδα, με το ποσό που εισπράχθηκε από φόρους στα καινούργια αυτοκίνητα να ανέρχεται σε 39.6 δις, έναντι 19.4 περίπου το 1981.
Στο στίβο της αγοράς, η πρώτη πεντάδα παρουσίασε και τη
μεγαλύτερη δυναμική, συγκεντρώνοντας ποσοστό πάνω από το μισό των συνολικών
πωλήσεων.
Η Ford κατέκτησε τη κορυφή, με το Escort 3ης γενιάς να αποτελεί το best seller της ελληνικής αγοράς. Ήταν και η
μοναδική εταιρία που έσπασε το φράγμα των 10.000 μονάδων (10.166), με μερίδιο 12.7%. Η Νissan ακολούθησε, με μικρή διαφορά, στη 2η
θέση με 9.965 μονάδες και 12.5%. Εξαιρετική χρονιά για τη Honda η οποία, με 7.750 πωλήσεις και
ποσοστό 9.7%, ήρθε στη 3η θέση της γενικής κατάταξης. Το 1982
αποτελεί τη χρονιά όπου η Honda πέτυχε την υψηλότερη επίδοσή της στην εγχώρια αγορά, με το Civic 2ης γενιάς να είναι ένα
από τα δημοφιλέστερα μοντέλα. H Opel & Toyota ακολούθησαν (4η & 5η
αντίστοιχα) με τη μεταξύ τους διαφορά να περιορίζεται στις 45 μονάδες.
Πολύ καλή χρονιά και για τη Mitsubishi (άλλο ένα brand του ομίλου Σαρακάκη, μαζί με τη Honda), που αύξησε σημαντικά τις πωλήσεις
και το ποσοστό της, καταλαμβάνοντας την 6η θέση.
Αναλυτικότερα, οι δέκα δημοφιλέστερες εταιρίες στην Ελλάδα, το 1982,
ήταν οι εξής:
ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ – ΕΛΛΑΔΑ 1982
|
|||
ΕΤΑΙΡΙΑ
|
ΠΩΛΗΣΕΙΣ
|
%
|
|
1
|
FORD
|
10.166
|
12.7
|
2
|
NISSAN
|
9.965
|
12.5
|
3
|
HONDA
|
7.750
|
9.7
|
4
|
OPEL
|
7.485
|
9.4
|
5
|
TOYOTA
|
7.440
|
9.3
|
6
|
MITSUBISHI
|
4.181
|
5.2
|
7
|
RENAULT
|
3.554
|
4.4
|
8
|
LADA
|
3.387
|
4.2
|
9
|
FIAT
|
3.206
|
4.0
|
10
|
SUZUKI
|
2.897
|
3.6
|
H Ford κέρδισε τη πρωτιά στις πωλήσεις στην Ελλάδα, το 1982. Το Escort 3ης γενιάς (photo) ήταν το πλέον δημοφιλές μοντέλο στην εγχώρια αγορά, κυρίως με τον κινητήρα των 1.100 κ.εκ. Tη προηγούμενη χρονιά η Ford είχε βρεθεί στη 3η θέση.
Μετά από 2 συνεχόμενες χρονιές στη κορυφή (1980 & 1981), το 1982 η Nissan αρκέστηκε στη 2η θέση. Το νεοφερμένο εκείνη την εποχή Sunny B11 στα 1.300 κ.εκ. (photo) αποτελούσε έναν από τους δυνατούς παίκτες της αγοράς.
H Honda είχε καταφέρει να μπεί στο top 10 των πωλήσεων το 1980 (7η) και διατήρησε μια θέση στις 10 πρώτες και το 1981 (9η). Όμως, το 1982 κατάφερε να σημειώσει εντυπωσιακή αύξηση, κερδίζοντας τη 3η θέση της γενικής κατάταξης, με μερίδιο 9.7%. Best seller της ιαπωνικής εταιρίας το Civic 2ης γενιάς (photo), στη κατηγορία των 8 φορ. ίππων, με κινητήρα 1.170 κ.εκ. Ήταν διαθέσιμο σε hatchback και sedan έκδοση (ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα μας).
H Mitsubishi, όπως και η Honda, ακολούθησε ανοδική πορεία στην Ελλάδα, το 1982. Βρέθηκε στην 6η θέση με μερίδιο 5.2% και 4.181 μονάδες, που αποτελεί την καλύτερη επίδοση της εταιρίας για όλη τη δεκαετία του '80. Το Lancer (photo) αποτελούσε ένα από τα επιτυχημένα μικρομεσαία sedan της ελληνικής αγοράς, στη κατηγορία των 8 φορ. ίππων.
Στοιχεία πωλήσεων: ΣΕΑΑ
Στοιχεία κυκλοφορούντων επιβατικών: ΕΛΣΤΑΤ
(photos αρχείο bill files)